Το τέλος του ΦΡΙΝΤΩΝ

Πυρακτωμένο από την πυρκαγιά που το είχε κατακάψει, έστεκε ακόμη περήφανο μπροστά στην ακτή των Μεγάρων ένα από τα πλέον εμβληματικά ακτοπλοϊκά του Μεσοπολέμου. Το ΦΡΙΝΤΩΝ της Ατμοπλοΐας Ιγγλέση.

Το ΦΡΙΝΤΩΝ αρόδο.

Είχε ναυπηγηθεί το 1903 στα ναυπηγεία της Clyde Shipbuilding & Engineering Co στη Γλασκώβη ως KILKENNY για τη City of Dublin Steam Packet Co. και αρχικά ταξίδεψε στη Θάλασσα της Ιρλανδίας, μεταξύ Λίβερπουλ και Δουβλίνου. Το μονοπρόπελο ατμόπλοιο είχε ολική χωρητικότητα 1.419 κόρων και διαστάσεις 82,3 x 11 μέτρα, ενώ μπορούσε να κινηθεί με ταχύτητα 14 κόμβων. Το 1917 περιήλθε στην εταιρία σιδηροδρόμων Great Eastern Railway και μεταφέρθηκε στη γραμμή Harwich – Rotterdam, μεταφέροντας κυρίως εμπορεύματα. Το 1919 μετονομάστηκε σε FRINTON, το όνομα μιας μικρής παραλιακής πόλης όπου υπήρχε και σταθμός του σιδηροδρόμου, ενώ το 1923 η εταιρία του συγχωνεύθηκε μαζί με άλλες σιδηροδρομικές εταιρίες στην London & North Eastern Railway.

Το ΦΡΙΝΤΩΝ το 1939-1940, με την ελληνική σημαία ζωγραφισμένη κάτω από τη γέφυρα, σε ένδειξη ουδετερότητας.

Το 1927 η Σαμιώτικη οικογένεια Ιγγλέση με επιχειρηματική δράση στη βιομηχανία και τον εφοπλισμό, αγόρασε το βρετανικό ατμόπλοιο. Το FRINTON στάλθηκε στην Αμβέρσα όπου μετέβη ένας από τους πέντε αδελφούς Ιγγλέση, ο Νικόλαος, για να επιτηρήσει το έργο της ανακαίνισης του σκάφους. Δυο μήνες αργότερα, το Φεβρουάριο του 1928, το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά και ύψωσε την ελληνική σημαία. Αν και στον τύπο της εποχής γίνεται λόγος για πιθανή μετονομασία του σε ΣΑΜΟΣ, παραδόξως το πλοίο διατήρησε το ίδιο όνομα και νηολογήθηκε στον Πειραιά με αύξον αριθμό 585 ως ΦΡΙΝΤΩΝ. Κατόπιν ξεκίνησε τους ακτοπλοϊκούς του πλόες, εξυπηρετώντας τις πιο σημαντικές γραμμές: Από Πειραιά προς Ικαρία και Σάμο, μέσω Σύρου, Τήνου και Μυκόνου, από Πειραιά προς Πάτρα, Σάμη, Κέρκυρα, Αγίους Σαράντα και Πρίντεζι, καθώς και άλλες. Στο μεταξύ συστάθηκε η Ατμοπλοΐα Σάμου Υιών Δ. Ιγγλέση και το πλοίο περιήλθε στην κυριότητα της. Το 1935 μετανηολογήθηκε στη Σάμο λαμβάνοντας τον αριθμό 8 στο εκεί νηολόγιο. Τα επόμενα χρόνια εναλλασσόταν στις κυριότερες ακτοπλοϊκές γραμμές με τα άλλα πλοία της εταιρίας Ιγγλέση, τα ΑΛΜΠΕΡΤΑ και ΣΑΜΟΣ.

Το ναυάγιο του ΦΡΙΝΤΩΝ. (συλλογή M. Ghiglino)

Το 1939 η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αναλάβει αυτή την διαχείριση των ακτοπλοϊκών πλοίων και με νόμο ουσιαστικά υποχρέωνε την υπαγωγή όλων των ακτοπλοϊκών, συμπεριλαμβανομένου του ΦΡΙΝΤΩΝ, στην Κοινή Διεύθυνση Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών. Το καλοκαίρι του 1940, οι Ιταλοί αποπειράθηκαν να προκαλέσουν την ελληνική κυβέρνηση με σειρά απρόκλητων επιθέσεων εναντίων ελληνικών πλοίων. Εκτιμούσαν ότι έτσι θα υποχρέωναν την κυβέρνηση να απομακρύνει τις βρετανικές ναυτικές δυνάμεις από το Αιγαίο αλλά και ότι θα έκαμπταν το ηθικό του λαού. Στις 12 Ιουλίου, ιταλικά αεροσκάφη βομβάρδισαν ανεπιτυχώς το βοηθητικό πλοίο φάρων ΩΡΙΩΝ θεωρώντας ότι πρόκειται για βρετανικό πετρελαιοφόρο, αλλά επιτέθηκαν και στο αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ που έσπευσε σε βοήθεια του ΩΡΙΩΝ. Ακολούθησαν οι βομβαρδισμοί των αγκυροβολίων του Στόλου στην Ιτέα και τη Ναύπακτο, καθώς και της ακτοφυλακίδας Α-6 στο Σαρωνικό, χωρίς να προκληθούν υλικές ζημιές. Η κορύφωση αυτών των εχθρικών πράξεων ενός ακήρυκτου ακόμη πολέμου ήρθε το πρωί της 15ης Αυγούστου 1940 με τον τορπιλισμό του καταδρομικού ΈΛΛΗ στην Τήνο. Λίγες ώρες αργότερα, στις 18:20, δυο ιταλικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν επίθεση εναντίον του πλοίου ΦΡΙΝΤΩΝ ενώ αυτό έπλεε από τα Χανιά προς το Ηράκλειο. Στη γέφυρα του ΦΡΙΝΤΩΝ βρισκόταν ο περίφημος Πλοίαρχος Γιώργος Βεής ή Μπέης (μεταπολεμικά πλοίαρχος στα ΔΕΣΠΟΙΝΑ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ) ο οποίος κάνοντας επιδέξιους χειρισμούς απέφυγε τις ιταλικές βόμβες. Το ΦΡΙΝΤΩΝ επέστρεψε σώο στο λιμάνι του Πειραιά με μόνα σημάδια απ’ όσα είχαν διαδραματιστεί, τα σπασμένα τα παράθυρα των σαλονιών του.

Τα πρυμναία διαμερίσματα που άλλοτε στέγαζαν τη B’ θέση, κατεστραμμένα από την πυρκαγιά. Διακρίνεται ένα αντιαεροπορικό πυροβόλο. (συλλογή M. Ghiglino)

Στις 16 Οκτωβρίου η κυβέρνηση προχώρησε στην επίταξη του ΦΡΙΝΤΩΝ που μετατράπηκε σε οπλιταγωγό και εξοπλίστηκε με αντιαεροπορικά πυροβόλα για την άμυνα του. Τους επόμενους μήνες, το πλοίο εκτέλεσε σειρά στρατιωτικών μεταφορών κινούμενο κυρίως μεταξύ Σούδας, Ηρακλείου, Πειραιά και Μυτιλήνης. Μετά τη γερμανική επίθεση και καθώς αυτοί προέλαυναν προς νότο, παρουσιάστηκε μια κυβερνητική ολιγωρία ως προς τη μεταστάθμευση τόσο του πολεμικού όσο και του ακτοπλοϊκού στόλου προς την Κρήτη και τη Μέση Ανατολή απ’ όπου θα μπορούσαν να συνεχίσουν να προσφέρουν στο Συμμαχικό αγώνα. Τα περισσότερα πλοία παρέμειναν για σειρά ημερών στο Σαρωνικό εκτεθειμένα στα γερμανικά βομβαρδιστικά, αναμένοντας διαταγές που δεν έρχονταν. Στις 17 Απριλίου το ΦΡΙΝΤΩΝ, μαζί με τα ΙΩΝΙΑ, ΚΟΡΙΝΘΙΑ και ΕΛΛΑΣ εγκλωβίστηκαν εντός του κόλπου της Ελευσίνας καθώς οι Γερμανοί είχαν ποντίσει μαγνητικές νάρκες στις εξόδους του. Ο Πλωτάρχης Μελισσηνός στάλθηκε από τον Α/ΓΕΝ και θέτοντάς τα πλοία σε σειρά παραγωγής κατάφερε να τα οδηγήσει μέσω του Πόρου Μεγάρων εκτός του κόλπου. Όμως το ΦΡΙΝΤΩΝ παρέμεινε στην περιοχή πέριξ των Μεγάρων αναμένοντας διαταγές με αποτέλεσμα στις 22 Απριλίου 1941 να πληγεί από γερμανικά αεροσκάφη οριζόντιου βομβαρδισμού και να παρουσιαστεί εισροή υδάτων. Ο Πλοίαρχος Βέης προκειμένου να αποφύγει τη βύθιση του ΦΡΙΝΤΩΝ κατάφερε να το προσαράξει στην ακτή της Νέα Περάμου, περί το ένα χιλιόμετρο ανατολικά της Σχολής Πυροβολικού. Δυστυχώς όμως και εκεί του επιτέθηκαν γερμανικά αεροσκάφη και επλήγη στο μηχανοστάσιο και το λεβητοστάσιο με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πυρκαγιά που το κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Δεκατρία μέλη του πληρώματος τραυματίστηκαν και αποβιβάστηκαν στην ακτή της Φανερωμένης με τις λέμβους του ΦΡΙΝΤΩΝ. Ένας από αυτούς, ο θερμαστής Γεώργιος Τζίτζης κατόπιν απεβίωσε από τα τραύματα του. Τα επόμενα χρόνια, οι κατοχικές δυνάμεις προχώρησαν σε σπασμωδική εκμετάλλευση ορισμένων ναυαγίων τα οποία δεν ήταν εφικτό να τα επισκευάσουν αλλά που αποτελούσαν πηγές για χρήσιμες πρώτες ύλες. Έτσι από το ναυάγιο του ΦΡΙΝΤΩΝ, αφαιρέθηκαν τα υπερστεγάσματα του, από το παρακείμενο επιβατηγό ΥΔΡΑ αφαιρέθηκε η μηχανή του, ενώ εργασίες διάλυσης έγιναν και στο επιβατηγό ΣΟΦΙΑ που ήταν προσαραγμένο στον Άγιο Γεώργιο Σαλαμίνας. Σε μεταπολεμική επιθεώρηση που διενεργήθηκε στο ΦΡΙΝΤΩΝ βρέθηκε να έχει ένα ρήγμα διαστάσεων 4 x 3 μέτρων στη δεξιά πλευρά και ένα 12 x 1 μέτρων στην αριστερή πλευρά ένα μέτρο υπό την επιφάνεια της θάλασσας. Το κατάστρωμα του πλοίου είχε ημικαταστραφεί, οι μηχανές και τα μηχανήματα ήταν κατεστραμμένα ενώ παρέμεναν τρείς λέβητες σε καλή κατάσταση. Σε αυτή την κατάσταση δεν υπήρχε ελπίδα επισκευής του πλοίου, και έτσι περιήλθε – όπως και τα υπόλοιπα εγκαταλειμμένα ναυάγια – στην δικαιοδοσία του Οργανισμού Ανελκύσεως Ναυαγίων, ενός φορέα που είχε συσταθεί από το κράτος με σκοπό τον καθαρισμό των λιμένων και των ακτών από τα δεκάδες ναυάγια που είχαν αφήσει πίσω τους οι εμπόλεμες πλευρές. Το ναυάγιο του ΦΡΙΝΤΩΝ εκποιήθηκε από τον Ο.Α.Ν. το 1948 στους εργολάβους Αρχοντή και Γεωργακάκη αντί 50 εκατομμυρίων δραχμών, αρχικά προς ανέλκυση και εν συνεχεία προς διάλυση. Τα συνεργεία ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους το Δεκέμβριο του 1950, θέτοντας έτσι τέλος στην ύπαρξη ενός από τα ομορφότερα ακτοπλοϊκά της περιόδου του Μεσοπολέμου.


Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  • Θωκταρίδης Κώστας – Μπιλάλης Άρης, Ανελκύοντας την Ιστορία: Η εποποιία της ανέλκυσης ναυαγίων στην μεταπολεμική Ελλάδα, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2017
  • Μαλακάσης Ιωάννης, Η δράση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας στη Μέση Ανατολή, Επετηρίδα Δωδώνη Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τόμος 22ος, τεύχος Α, 1993.
  • Ντούνης Χρήστος, Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες – 1951-2000, Finatec Α.Ε., 2001.
Author: Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων

Η Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων (ΟΕΑ) του Εργαστηρίου Τοπογραφίας, στο Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, συνεργάζεται με τα μέλη της καταδυτικής κοινότητας για την αναζήτηση, την τεκμηρίωση, την μελέτη και την ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων του θαλασσίου περιβάλλοντος, αναλαμβάνοντας συγχρόνως την σχετική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού. Μέσω εξειδικευμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και ενάλιων δραστηριοτήτων που συντονίζουν ή συμμετέχουν τα μέλη της ΟΕΑ επιδιώκεται η ασφαλής και υπεύθυνη προσέγγιση στα βυθισμένα τεκμήρια της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.