Εικόνες του ατμόπλοιου ΒΟΛΟΣ

Ο ύφαλος Λευτέρης στην Ελλάδα έχει γίνει το νεκροταφείο για πολλά πλοία επί χιλιετίες, αλλά λίγα είναι εκείνα που έχουν ένα τόσο ενδιαφέρον παρελθόν, όπως αυτό του ΒΟΛΟΣ, λέει ο ROSS J. ROBERTSON, ο οποίος γράφει σε συνεργασία με τους Δημήτρη Ευαγγελόπουλο, Δημήτρη Γκαλών και Πάρη Σοφό. Τι βρήκε λοιπόν ο Hans Hass όταν κινηματογραφήθηκε το ναυάγιο το 1942;

Μολονότι δεν θα το βρείτε σε πολλά ημερολόγια καταχώρησης καταδύσεων, ο ύφαλος Λευτέρης είναι μια από τις καλύτερες καταδύσεις στην Ελλάδα. Βρίσκεται μεταξύ της ηπειρωτικής πλευράς του Πηλίου και του νησιού της Σκιάθου και είναι μια μικρή βυθισμένη κορυφογραμμή πετρωμάτων, που σχετίζεται με μερικά αξιοσημείωτα ιστορικά γεγονότα.

Μόλις ελάχιστα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, η μόνη ένδειξη του επικίνδυνου υφάλου είναι ένας φάρος (φωτογραφία: αρχείο Κωνσταντίνου Μενεμένογλου)

Επικρατεί πάντα μια έντονη αίσθηση ενθουσιασμού όταν, πάνω σε μία βάρκα κατάδυσης, κατευθύνεται κανείς προς τον ύφαλο Λευτέρη. Είναι ένας τόπος, που δύσκολα θα αποκαλύψει τα μυστικά του και κανείς ποτέ δεν γνωρίζει τι θα μπορούσε να ανακαλυφθεί.

Εκτός από την πλούσια θαλάσσια ζωή, που κυμαίνεται από μαλακά κοράλλια μέχρι και γηγενείς σμέρνες, τα θραύσματα των αρχαίων αμφορέων μαρτυρούν ότι αυτός ο τόπος είναι επίσης πολύ πλούσιος σε ιστορία. Βρίσκεται μόλις ελάχιστα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, και υπήρξε πάντοτε περιβόητος κίνδυνος για την ναυσιπλοΐα.

Η άφθονη ανάπτυξη των σφουγγαριών πλαισιώνει έναν δύτη στο ναυάγιο του ΒΟΛΟΣ (φωτογραφία: αρχείο Κωνσταντίνου Μενεμένογλου)

Σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό Ηρόδοτο, τουλάχιστον τρία περσικά πλοία χτύπησαν στον ύφαλο και βυθίστηκαν κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, το 480 π.χ. Ο βασιλιάς Ξέρξης τότε διέταξε να κατασκευαστεί μια πέτρινη στήλη από κομμάτια βράχου που ζύγιζαν έως και μισό τόνο, για να αποφευχθούν περαιτέρω απώλειες.

Δύο αιώνες πριν από το φάρο της Αλεξάνδρειας, η στήλη αυτή αποτελεί το παλαιότερο ναυτικό αλεώριο γνωστό στα ιστορικά αρχεία.

Σε πιο σύγχρονες εποχές, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), έγραφε στον Φτωχό Άγιο ότι ο «Λευτέρης ηλευθέρωνε κατά καιρούς, απαλλάττων τα μεν πλοία του βάρους του φορτίου, τους δε ναυβάτας του προσκαίρου άχθους της ζωής.»

Παρόλη την ύπαρξη φάρου, ο ύφαλος Λευτέρης έχει προκαλέσει δύο ακόμη πιο πρόσφατα ναυάγια.

Κατασκευασμένο το 1956 και με 58 μέτρα μήκος, το φορτηγό πλοίο ΒΕΡΑ προσάραξε εκεί το 1999. Σε βάθη από 17 έως 28 μέτρα το ναυάγιο του κείτεται εκεί, σπασμένο στα δύο και παραμένει εύκολα προσιτό σε δύτες διαφορετικών ικανοτήτων.

Το ΒΕΡΑ, το οποίο βυθίστηκε το 1999, είναι το γειτονικό ναυάγιο σε απόσταση περίπου 20 μέτρων (φωτογραφία: αρχείο Κωνσταντίνου Μενεμένογλου)

Αυτό που κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον, είναι το ατμόπλοιο ΒΟΛΟΣ, ένα παλαιότερο ναυάγιο, του οποίου η ταυτότητα είχε ξεχαστεί για σχεδόν 60 χρόνια. Η πλήρης ιστορία του έχει μόλις ανακαλυφθεί.

Ο ενθουσιασμός μιας κατάδυσης στο ΒΟΛΟΣ σχετίζεται, όχι μόνο με τις συνθήκες της βύθισής του (βλ. πάνελ), αλλά και με το παρελθόν του.

Πρόκειται για μια βαθιά κατάδυση, η οποία αρχίζει σχεδόν στην κορυφή του ορίου καταδύσεων αναψυχής, στα περισσότερο από 36 μέτρα. Καθώς κείτεται πλαγιασμένο, τα υπολείμματα του πλοίου υπάρχουν σε δύο ξεχωριστά τμήματα, τα οποία βρίσκονται μόλις λίγα μέτρα το ένα από το άλλο.

Το εμπρός και βαθύτερο τμήμα είναι το πρόστεγο, στο σύνολό του. Αποθαρρύνοντας τούς μη τεχνικά καταρτισμένους και έμπειρους δύτες, βρίσκεται σε κλίση, με την πλώρη να ξεπερνάει τα 61 μέτρα βάθους.

Καθώς καταδύεστε μέσα από τα δύο εμπρόσθια ανοίγματα του αμπαριού, που βρίσκονται στο χαλύβδινο πλαίσιο του πλοίου, μπορείτε να φανταστείτε τον καπετάνιο Pietsch στην γέφυρα, να κοιτάζει έξω στο σκοτάδι, καθώς οι φουρτουνιασμένη θάλασσα ρίχνει στρώματα νερού στο καμπούνι εκείνη την μοιραία νύχτα.

Μπορείτε να φανταστείτε τον πηδαλιούχο να προσπαθεί απεγνωσμένα να κατευθύνει το πλοίο σταθερά, μέσα σε μια φουσκοθαλασσιά, που κατάπινε περιοδικά το καμπούνι ολόκληρο, καθώς κινούταν με βραδύτητα μέσα σε εγκάρσια κύματα.

Μπορείτε να αισθανθείτε τον πανικό, όταν ο Πρώτος Αξιωματικός προειδοποίησε τον Καπετάνιο για την επικίνδυνη εγγύτητα του ύφαλου Λευτέρη και να συνειδητοποιήσετε τη φρίκη, όταν συνειδητοποίησαν, ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα για να αποφευχθεί το μοιραίο.

Η διείσδυση σ’ αυτό το τμήμα του ναυαγίου, είναι εύκολη χάρη στον ανοιχτό από το πλάι σκελετό. Καθώς βυθίζεστε στο κύτος, δεν υπάρχουν ευρύχωρα μέρη στο αμπάρι, όπως θα περίμενε κανείς, πάρα μόνο ένα δάσος από αργά αποσυντιθέμενα ατσάλινα δοκάρια και κολώνες, τα οποία κοσμούνται από κοράλλια.

Η διείσδυση του αμπαριού 2 αποκαλύπτει μια περίπλοκη δομή δοκών και κολονών (φωτογραφία: αρχείο Γιάννη Ηλιόπουλου)

Κάποτε, αυτό το τμήμα θα ήταν γεμάτο με πυρομαχικά για τον αυτοκρατορικό γερμανικό στρατό. Τώρα, με τη σύνθετη χαλύβδινη δομή του, που σκιαγραφείται μπροστά από το βαθύ μπλε του Αιγαίου, φαντάζει απόκοσμα άδειο.

Το οπίσθιο τμήμα, το οποίο βρίσκεται περίπου στα 36 μέτρα, αποτελεί μεγαλύτερο μυστήριο. Το 1942, στην κορύφωση της γερμανικής κατοχής, ο Αυστριακός θαλάσσιος βιολόγος και πρωτοπόρος της υποθαλάσσιας φωτογράφησης Hans Hass ήταν στην Ελλάδα σε μια επιστημονική αποστολή.

Χρησιμοποιώντας καταδυτικές τεχνικές τροφοδοσίας αέρα από την επιφάνεια και αναπνευστικές συσκευές κλειστού κυκλώματος (ο Jacques Cousteau εφηύρε το Aqualung ένα χρόνο μετά), ο Hass κινηματογράφησε το ΒΟΛΟΣ στον βυθό.

Ως εκ θαύματος, το φιλμ μπορεί να το δει κανείς ακόμη και σήμερα στο ντοκιμαντέρ του Menschen Unter Haien (1947, Men Among Sharks). Δείχνει το ναυάγιο όρθιο και άθικτο σε βάθος 10-12 μέτρων.

Εβδομήντα πέντε χρόνια αργότερα, το κομμάτι της πρύμνης που έχει απομείνει, δεν είναι παρά ένα μικρό απομεινάρι 10 μέτρων. Χωρίς ξεκάθαρα σημάδια αναγνώρισης, θα μπορούσε να ανήκει σε οποιοδήποτε μέρος του πλοίου εκτός από την πρύμνη που έχει ένα διακριτικό σχήμα.

Κατά την προσέγγιση, το πρώτο πράγμα που παρατηρείτε είναι μια επωτίδα (τα δοκάρια που κρατάνε τις σωστικές λέμβους) καλυμμένη από θαλάσσια ζωή να γέρνει προς την άμμο του βυθού. Ωστόσο, αυτό δεν επιτρέπει την αναγνώριση του πίσω τμήματος ως κοντά στο κατάστρωμα του σκάφους.

Μια πιο προσεκτική παρατήρηση αποκαλύπτει ότι η επωτίδα απλά κάθεται πάνω στην κουπαστή, πράγμα που υποδηλώνει ότι (αυτό το τμήμα) έπεσε στην σημερινή του θέση.

Δοκάρια που στηρίζανε το κατάστρωμα προεξέχουν από την κουπαστή λυγισμένα σε κατακόρυφη θέση. Πολλά είναι σπασμένα και έχουν γίνει εμπόδια για τους ανυποψίαστους αλιείς.

Τα σπασμένα δοκάρια σημειώνουν το πιο ρηχό σημείο του εμπρόσθιου τμήματος στα 36μ (φωτογραφία: αρχείο Κωνσταντίνου Μενεμένογλου)

Το μήκος της κουπαστής από το βυθό φαίνεται να είναι μόνο 3-4 μέτρα. Δείχνει σαν τα τρία τέταρτα του πλάτους των 12,6 μέτρων του πλοίου να είναι κάπως θαμμένα βαθιά στην άμμο – αλλά αυτό είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Δυστυχώς, απλώς λείπει.

Μια κοινή πρακτική μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η ανάσυρση των παλαιών ναυαγίων για να πουληθούν ως παλιοσίδερα. Μεταξύ του 1945 και του 1952, η ελληνική κυβέρνηση κατέστρεψε περισσότερα από 350 ναυάγια για τον λόγο αυτό.

Παρόλο που το ΒΟΛΟΣ δεν είναι σε κάποιο γνωστό επίσημο κατάλογο, δεν αποκλείστηκε από αυτή την απρέπεια. Η προπέλα, η υπερκατασκευή, και πιθανόν η πολύτιμη μηχανή και ο λέβητας αφαιρέθηκαν. Συχνά για να κοπούν τέτοια τεράστια κομμάτια μετάλλου χρησιμοποιούνταν δυναμίτες παρά την περιβαλλοντολογική καταστροφή που προκαλούσαν.

Έτσι, το ΒΟΛΟΣ, όπως είναι σήμερα, είναι απλώς ένα απομεινάρι του ναυαγίου, αλλά αυτό που παραμένει καλεί τους δύτες να διερευνήσουν μερικά συναρπαστικά ιστορικά γεγονότα – τα οποία περιλαμβάνουν και μια ακόμα συναρπαστική πλοκή στην ιστορία.

Η αποστολή του Hans Hass, το 1942, περιελάμβανε και τον συμπατριώτη του αυστριακό Alfons Hochhauser. Έχοντας ζήσει ως βοσκός και έπειτα ως ψαράς στην περιοχή του Πηλίου για χρόνια πριν από τον πόλεμο, ο Alfons μιλούσε άπταιστα ελληνικά και ήταν οικείος με τις Σποράδες και την τριγύρω θαλάσσια περιοχή.

To 1928, ήταν υπεύθυνος για την ανέλκυση του φημισμένου Ποσειδώνα του Αρτεμισίου, ένα άγαλμα πραγματικού μεγέθους (του Δία ή ίσως του Ποσειδώνα) που είχε κατασκευαστεί γύρω στο 460 π.Χ. και βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.

Το άγαλμα αυτό, είχε ανασυρθεί από ένα (μάλλον ρωμαϊκό) ναυάγιο του 250 π.Χ. κοντά στο ακρωτήριο του Αρτεμισίου στην Βόρεια Εύβοια – μόλις 10 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά του ύφαλου Λευτέρη.

Σε καταχωρήσεις που έγιναν το 1942, ο Hochhauser  (που αργότερα χρησιμοποιούσε την θέση του στη γερμανική μυστική αστυνομία Wehrmacht Field για να σώσει Έλληνες, πολλοί από τους οποίους ήταν φίλοι του, από τα δρακόντεια μέτρα που επέβαλαν οι Ναζί) γράφει στο προσωπικό του ημερολόγιο:

“14 Ιουλίου – Είμαστε αυτοί που τα έβγαλαν έξω από τη θάλασσα και ήταν αυτοί που τα έβαζαν σε ξύλινα κιβώτια και τα τοποθετούσαν σε κασόνια με πριονίδι στο αμπάρι. Έχω υπολογίσει 12 κιβώτια μέχρι στιγμής. Όλα είναι γεμάτα εκπληκτικά αντικείμενα από την βυθισμένη πόλη. Ορισμένα από αυτά είναι σαν καινούργια.”

“25 Αυγούστου – τελευταία ημέρα. Αύριο θα επιστρέψουμε – ο “Χ” [Hans Hass] είναι σαφώς ευτυχής – ξεπλήρωσα το χρέος μου από το παρελθόν. Βέβαια δεν είμαι χαρούμενος καθόλου. Οι ταινίες που γυρίσαμε ήταν πολύ καλές, αλλά το αμπάρι είναι γεμάτο κιβώτια. Θεωρώ πόσο διαφορετικό είναι τώρα από το 1928 όταν ξανακαλύψαμε τον αρχαίο θεό. ” Σκέφτομαι πόσο διαφορετικά ήταν το 1928 όταν ανακαλύψαμε τον αρχαίο θεό.”

Παρόλο που δεν έχει ξαναβρεθεί ποτέ, η “βυθισμένη πόλη” βρίσκεται αναμφισβήτητα κάπου ανάμεσα στα νησιά Ψαθούρα και Γιούρα, που είναι εξάλλου, και αυτά στις Σποράδες. Δεδομένου ότι ο ύφαλος Λευτέρης έχει προκαλέσει τόσα πολλά ναυάγια με την πάροδο των χρόνων, η λογική υπαγορεύει ότι εάν ο Hass και ο Hochhauser βρήκαν κάποια αρχαία ευρήματα, ενώ ήταν εκεί για να κινηματογραφήσουν, θα τα είχαν επίσης αποστείλει στη Ναζιστική Γερμανία.

Είναι πολύ πιθανό ότι τα θραύσματα των αρχαίων αμφορέων που εξακολουθούν να βρίσκονται σήμερα, είναι απλά ένα απόθεμα αυτού που κάποτε ήταν. Ή ίσως – όπως μπορεί να υποθέσει οποιοσδήποτε καλός δύτης – είναι απλά τα εντυπωσιακά ίχνη που οδηγούν σε νέες ανακαλύψεις.

Author: Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων

Η Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων (ΟΕΑ) του Εργαστηρίου Τοπογραφίας, στο Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, συνεργάζεται με τα μέλη της καταδυτικής κοινότητας για την αναζήτηση, την τεκμηρίωση, την μελέτη και την ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων του θαλασσίου περιβάλλοντος, αναλαμβάνοντας συγχρόνως την σχετική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού. Μέσω εξειδικευμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και ενάλιων δραστηριοτήτων που συντονίζουν ή συμμετέχουν τα μέλη της ΟΕΑ επιδιώκεται η ασφαλής και υπεύθυνη προσέγγιση στα βυθισμένα τεκμήρια της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.