Η τραγωδία του ΕΛΛΑΣ

To 1936 η Ελλάδα απέκτησε το πρώτο της κρουαζιερόπλοιο ή περιηγητικό σκάφος όπως αποκαλούνταν τότε. Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, οι κρουαζιέρες αποτελούσαν ένα προνόμιο για την  τότε οικονομική ελίτ. Ήδη από τις αρχές του αιώνα υπήρχαν πλοία που εξειδικεύονταν σε περιηγητικούς πλόες, αλλά όχι στην Ελλάδα. Ορισμένες αρχαιολογικές εταιρίες όπως η γερμανική διοργάνωναν από τότε περιηγήσεις δια θαλάσσης σε μέρη αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, ναυλώνοντας κάποιο ακτοπλοϊκό σκάφος που πρόσφερε στοιχειώδεις ανέσεις. Τη δεκαετία του είκοσι, όλο και περισσότερα πλοία κατέπλεαν στον Πειραιά και σε άλλα ελληνικά λιμάνια στα πλαίσια των κρουαζιέρων που πρόσφεραν. Στα μέσα της δεκαετίας, μια αμερικανική εταιρία ναύλωνε κάθε χρόνο ένα ακτοπλοϊκό προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για κρουαζιέρες στο Αιγαίο που απευθύνονταν σε αρχαιολάτρες και ιστοριοδίφες τουρίστες. Στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα και καθώς ο τομέας των θαλάσσιων περιηγήσεων εξελισσόταν, η μεγαλύτερη ελληνική ακτοπλοϊκή εταιρία, η Ακτοπλοΐα της Ελλάδος, αποφάσισε να εισέλθει σε αυτόν. Για αυτό το σκοπό διέθεσε το πιο κατάλληλο σκάφος της, το 1.823 κ.ο.χ. επιβατηγό ατμόπλοιο ΕΛΛΑΣ, διαστάσεων 93,8 Χ 11,9 μέτρων, το οποίο και ανακαινίστηκε το 1937 για το νέο του ρόλο.

 

Η θαλαμηγός VALIANT. (Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου)

Το κομψό σκάφος είχε ναυπηγηθεί το 1893 στα Laird Bros στο Birkenhead της Αγγλίας ως η υπό βρετανική σημαία θαλαμηγός VALIANT για τον Αμερικανό μεγιστάνα W.K.Vanderbilt. Με διαστάσεις 93,8 x 11,9 μέτρων, το 1.823 κ.ο.χ. ατμοκίνητο σκάφος αποτέλεσε τότε τη μεγαλύτερη και πολυτελέστερη θαλαμηγό στον κόσμο. Το 1910 πουλήθηκε στην Ocean Transport Co και κατόπιν στον Βρετανό Λόρδο Pirrie. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου επιτάχθηκε από το βρετανικό Π.Ν. μετονομαζόμενο σε VALIANT II προκειμένου να διαφοροποιηθεί από το θωρηκτό VALIANT. Η θαλαμηγός εξοπλίστηκε και χρησίμευσε σε περιπολίες και παραλίγο να βυθιστεί καθώς το 1914 προσέκρουσε σε νάρκη στα ανοιχτά της Σκωτίας. To σκάφος επισκευάστηκε και υπηρέτησε μέχρι το 1919 οπότε και επεστράφη στους ιδιοκτήτες του. Στα τέλη του 1927 αγοράστηκε από την Ατμοπλοΐα Μανουηλίδη και μετονομάστηκε ΗΡΑ Μ. Κατόπιν μετασκευής δρομολογήθηκε το Μάιο του 1928 ταξιδεύοντας στις κύριες ακτοπλοϊκές γραμμές αλλά και προς την Αλεξάνδρεια. Το πλοίο πλέον διέθετε δέκα δίκλινες καμπίνες πολυτελείας στο κατάστρωμα περιπάτου όπου υπήρχε και σαλόνι, εννιά τετράκλινες στο ανώτερο κατάστρωμα όπου υπήρχε καπνιστήριο και καθιστικό προσβάσιμα μόνο για τους ταξιδιώτες Α’ θέσης, ενώ οι ταξιδιώτες Β’ θέσης διέθεταν το δικό τους καπνιστήριο και τραπεζαρία που βρίσκονταν πρύμα. Στο κυρίως κατάστρωμα πλώρα βρίσκονταν τέσσερεις μεγάλες καμπίνες υπερπολυτελείας, η τραπεζαρία Α’ θέσης, ενώ πρύμα υπήρχαν καμπίνες της Β’ θέσης. Στο κατώτερο κατάστρωμα που στεγαζόταν το λεβητοστάσιο και το μηχανοστάσιο υπήρχαν επιπλέον καμπίνες επιβατών. Συνολικά το ΕΛΛΑΣ διέθετε 74 κλίνες, ενώ μπορούσε να μεταφέρει και μεγάλο αριθμό επιβατών καταστρώματος.

Το ΗΡΑ Μ. (Κ. Ζήμερη, αρχείο Δήμου Βόλου)

Το 1929 η Ατμοπλοΐα Μανουλίδη εντάχθηκε μαζί με τα τρία πλοία της στη νεοσύστατη Ακτοπλοΐας της Ελλάδος και το 1933 το ΉΡΑ Μ. μετονομάστηκε σε ΈΛΛΑΣ. Μετά την μετατροπή του σε τουριστικό το 1937 πραγματοποίησε σειρά πλοών με αφετηρία λιμένες της Μεσογείου.

Το ΕΛΛΑΣ στη Σύρο. Από τη Ναυτική Ελλάς του 1936.

Την επομένη της κήρυξης του ελληνοιταλικού πολέμου το ΕΛΛΑΣ επιτάχθηκε από την κυβέρνηση προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σε στρατιωτικές μεταφορές. Το πλοίο πραγματοποίησε σειρά πλοών από τον Πειραιά προς τα νησιά του Αιγαίου, ενώ το Μάρτιο του 1941 έπλευσε από τη Σούδα στην Αλεξάνδρεια, επιστρέφοντας στον Πειραιά στις 29 Μαρτίου. Στις 6ης Απριλίου οι Γερμανοί πραγματοποίησαν ρίψεις ναρκών στις θαλάσσιες προσβάσεις του Πειραιά και το βράδυ πραγματοποιήθηκε ο καταστροφικός βομβαρδισμός του λιμένος. Το ΕΛΛΑΣ βρισκόταν τότε στον κόλπο της Ελευσίνας με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί εκεί εξαιτίας της ναρκοθέτησης των εξόδων. Με μια καλά σχεδιασμένη προσπάθεια τα πλοία απομακρύνθηκαν στα ανοιχτά του Σαρωνικού σε αναμονή διαταγών, όμως παρέμειναν εύκολος στόχος για τα γερμανικά αεροσκάφη. Η έκρηξη μιας βόμβας πλησίον του ΕΛΛΑΣ είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ρήγμα στον κύριο ατμαγωγό σωλήνα και να καθηλωθεί για επισκευές. Το πλοίο είχε τραγικό τέλος όταν βομβαρδίστηκε στις 24 Απριλίου 1941 και ενώ είχε πλαγιοδετήσει μπροστά από την πενταόροφη λιμενική αποθήκη στο βόρειο άκρο της Ηετιωνείας Ακτής του Πειραιά, με σκοπό να παραλάβει Άγγλους υπηκόους, τραυματίες στρατιώτες καθώς και Έλληνες ιδιώτες που ήθελαν να διαφύγουν προς τη Μέση Ανατολή.

Το «τουριστικό» ΕΛΛΑΣ.

Όπως αναφέρει ο Πλοίαρχος Νικ. Πετρόπουλος, στο βιβλίο του “Αναμνήσεις και Σκέψεις ενός Παλαιού Ναυτικού“, ήταν το τελευταίο πλοίο που θα αναχωρούσε από το λιμάνι που σύντομα θα έπεφτε στα χέρια των Γερμανών. Ο ίδιος με διαταγή του ως Ανώτερος Διοικητής Πειραιά όριζε ότι το πλοίο θα αναχωρήσει αφού σκοτεινιάσει ώστε να πλεύσει στο Αιγαίο υπό την κάλυψη του σκοταδιού. Μέχρι τότε οι επιβάτες του θα έπρεπε να παραμείνουν στο παράπλευρο καταφύγιο. Ωστόσο οι Άγγλοι παρέβησαν τη διαταγή και ξεκίνησαν την επιβίβαση παρασύροντας έτσι και Έλληνες επιβάτες. Στο πλοίο επιβιβάστηκαν περίπου 400 Βρετανοί, Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί τραυματίες καθώς και περί τα 500 μέλη της βρετανικής παροικίας (κυρίως Κύπριοι και Μαλτέζοι) προκειμένου να διαφύγουν από την επερχόμενη γερμανική κατοχή. Κάποιες βρετανικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για διαρροή μελών του πληρώματος που επιθυμούσαν να παραμείνουν κοντά στις οικογένειες τους. Τις θέσεις τους κάλυψαν ναυτικοί των πλοίων που είχαν βυθιστεί τις προηγούμενες ημέρες. Περί τις 7 μ.μ. και πριν τη δύση του ήλιου, εμφανίστηκαν επτά γερμανικά αεροσκάφη Stuka και σήμανε συναγερμός. Επετέθησαν σε δυο κύματα στο ΕΛΛΑΣ πολυβολώντας το σκάφος σπέρνοντας τον θάνατος σε όσους βρίσκονταν στα εξωτερικά καταστρώματα. Πολλοί προσπάθησαν να διαφύγουν στο εσωτερικό του σκάφους προκειμένου να καλυφθούν. Κατόπιν τα αεροσκάφη έριψαν τις βόμβες τους με αποτέλεσμα το ΕΛΛΑΣ να πληγεί πέντε φορές και να ξεσπάσει πυρκαγιά. Η ξύλινη επένδυση των υπερκατασκευών και τα υπόλοιπα εύφλεκτα υλικά ενίσχυσαν τη φωτιά που επεκτάθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Από τις εκρήξεις το κατάστρωμα υποχώρησε σε κάποια σημεία, καταπλακώνοντας όσους βρίσκονταν στο κατώτερο κατάστρωμα και δημιουργώντας εμπόδια στη διαφυγή όσων είχαν κατέλθει στα κατώτερα καταστρώματα. Άλλες τρείς βόμβες εξερράγησαν στην προκυμαία επιτείνοντας τον πανικό. Η μοναδική κλίμακα που ένωνε το σκάφος με τη ξηρά καταστράφηκε με αποτέλεσμα να ενταθεί ο πανικός μεταξύ των εγκλωβισμένων. Καθώς το ΕΛΛΑΣ δεν διέθετε μέσα καταπολέμησης της φωτιάς, αυτή ήταν αδύνατο να ελεγχθεί, ενώ χρειάστηκε μια ώρα περίπου για να καταφθάσει δύναμη της πυροσβεστικής. Στο μεταξύ, οι σωληνώσεις του λεβητοστασίου διερράγησαν στέλνοντας καυτό νερό σε όλες τις κατευθύνσεις. Η υψηλή θερμοκρασία από τη φωτιά που είχε ζώσει το σκάφος έκανε την κατάσταση ανυπόφορη, ενώ τα πολεμοφόδια που είχαν μεταφερθεί στο σκάφος άρχισαν να εκρήγνυνται. Ορισμένοι πήδηξαν στη θάλασσα για να σωθούν, ενώ οι κραυγές των εγκλωβισμένων στα φλεγόμενα συντρίμμια γέμιζαν την ατμόσφαιρα.

Τα τραγικά γεγονότα έζησε ο Δίοπος Ν. Θεολογίτης ο οποίος και τα εξιστόρησε στον Αντιναύαρχο Κ. Δημητρακόπουλο στα πλαίσια της συγγραφής της σειράς «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος-Οι πολεμιστές του Ναυτικού θυμούνται»: «Άκουσα ότι πλοία έφευγαν από τον Πειραιά για την Αίγυπτο. Αποφάσισα να δοκιμάσω. Βρήκα δυο καράβια πρυμνοδετημένα δίπλα-δίπλα, να ετοιμάζονται να αποπλεύσουν. Ήταν το Ελλάς και το Σάμος. Το Ελλάς που ήταν και το μεγαλύτερο επιβίβαζε Άγγλους τραυματίες και υλικό. Έτσι μπήκα στο Σάμος. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ήλθαν τα γερμανικά αεροπλάνα. Καθώς η αντιαεροπορική άμυνα είχε σιγήσει, αλώνιζαν ελεύθερα στους ουρανούς. Μια βόμβα έπεσε στο Ελλάς που πήρε φωτιά. Το Σάμος συγκλονίστηκε, αλλά δεν κτυπήθηκε. Πεταχτήκαμε έξω και τρέξαμε στο κοντινό καταφύγιο. Μόλις η κατάσταση ηρέμησε, φύγαμε για τα σπίτια μας. Ξεκινώντας, έριξα μια ματιά στο Ελλάς. Η φωτιά είχε μάλλον σβήσει, αλλά γινόταν χαμός για τη σωτηρία των εγκλωβισμένων.»

Μετά από ώρες προσπαθειών κατάσβεσης, ο Λιμενάρχης Πλοίαρχος Α. Μπαχάς – σύμφωνα με την αναφορά που υπέβαλε – επέβη σε ένα εξοπλισμένο ρυμουλκό για να βυθίσει το φλεγόμενο ΕΛΛΑΣ προκειμένου να μην παρασυρθεί και φράξει την έξοδο του λιμενίσκου Αλών. Επειδή το ρυμουλκό δεν είχε ατμό, κατόρθωσαν να πλησιάσουν στο ΕΛΛΑΣ έλκοντας με τα χέρια τους κάβους πρόσδεσης του ρυμουλκού. Κατόπιν έριψαν πέντε βολές στην ίσαλο του φλεγόμενου σκάφους το οποίο πήρε κλίση και βυθίστηκε. Ο Πλοίαρχος Πετρόπουλος αναφέρει – στο βιβλίο του – ότι αυτός διέταξε τη βύθιση του ΕΛΛΑΣ για να μην επεκταθεί η πυρκαγιά στα παράπλευρα λιμενικά υπόστεγα και ώστε το ναυάγιο να παρεμποδίσει την πρόσβαση των Γερμανών στην εκεί αποβάθρα. Όπως και αν έχει, το σκάφος ανατράπηκε και βυθίστηκε σε απόσταση λίγων μέτρων από την προκυμαία, με μέρος της πλευράς του να παραμένει ορατό πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι νεκροί υπολογίζονται από τους Βρετανούς σε περισσότερους από τριακόσιους ενώ πολλοί ακόμη τραυματίστηκαν από τα θραύσματα των βομβών, έπαθαν εγκαύματα από τις φωτιές και άλλοι τραυματίστηκαν κατά την προσπάθεια τους να βγουν από το καράβι. To γεγονός ότι μόνο ένα μέλος του ναυτολογημένου πληρώματος, ο Γ’ Μηχανικός, έχει καταγραφεί πως έχασε τη ζωή του, μάλλον επιβεβαιώνει τις πληροφορίες που θέλουν μεγάλο μέρος του είχε ήδη αποχωρήσει από το σκάφος.

Το ναυάγιο του ΕΛΛΑΣ. (M.Ghiglino)

Στην κατοχική έκδοση της εφημερίδας «Ακρόπολις» της 21ης Ιουνίου 1941, γίνεται λόγος και για την ανέλκυση του ακτοπλοϊκού ΕΛΛΑΣ: «…ανεσύρθη με την σειράν του και τώρα υψώνει την πένθιμη σιλουέτα του κοντά στην θέση του υγρού του τάφου». Ωστόσο η ανέλκυση του ΕΛΛΑΣ από τις κατοχικές δυνάμεις δεν επιβεβαιώνεται. Αντίθετα γερμανικό έγγραφο της 15ης Οκτωβρίου 1941 αναφέρει το ΕΛΛΑΣ ως «ολόκληρο υπό τη θάλασσα» και το συμπεριλαμβάνει στον κατάλογο με τα ναυάγια που θα μπορούσαν μόνο να διαλυθούν ως παλιοσίδερα. Πιθανώς ο συντάκτης του δημοσιεύματος της «Ακροπόλεως» να έπεσε θέμα παραπληροφόρησης.

Οι μεταπολεμικές προσπάθειες για τον καθαρισμό του λιμανιού είχαν ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει το Μάιο του 1946 και η επί τόπου διάλυση της άλλοτε ναυαρχίδας της «Ακτοπλοΐας της Ελλάδος», του επιβατηγού ΕΛΛΑΣ. Η διάλυση του ναυαγίου έγινε μάλλον σπασμωδικά μιας και συνεχιζόταν ακόμη το 1948. Τότε απέκτησε τα δικαιώματα για την ανέλκυση των υπολειμμάτων του σκάφους ο Περικλής Λιαμής, μέλος μιας οικογένειας που πραγματοποίησε σειρά ναυαγιαιρεσιών κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Το ναυάγιο ανατινάχθηκε προκειμένου να αποκαρφωθούν τμήματα του, τα οποία στη συνέχεια ανελκύστηκαν με τη βοήθεια πλωτού γερανού. Ακολούθως τεμαχίστηκαν σε μικρότερα τμήματα και μεταφέρθηκαν στα χυτήρια προκειμένου να ανακυκλωθούν και να χρησιμεύσουν εκ νέου στην ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης χώρας.


Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Αλεξανδρής Γεώργιος, Ιστορία του Λιμενικού Σώματος, Ε.Α.Α.Λ.Σ., Αθήνα, 1999.

Δημητρακόπουλος Αναστάσιος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Οι πολεμιστές του Ναυτικού θυμούνται…, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Πειραιάς, 2011.

Θωκταρίδης Κώστας – Μπιλάλης Άρης, Ανελκύοντας την Ιστορία: Η εποποιία της ανέλκυσης ναυαγίων στην μεταπολεμική Ελλάδα, Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη, 2017.

Ντούνης Χρήστος, Τα ναυάγια στις Ελληνικές Θάλασσες 1900-1950, Finatec, Αθήνα, 2000.

Πετρόπουλος Νικ., Αναμνήσεις και Σκέψεις ενός Παλαιού Ναυτικού. Μέρος Β’, Αθήνα, 1970.

Φουστάνος Γεώργιος, Ένας αιώνας ελληνικά επιβατηγά πλοία, Αργώ, 2010.

Αρχείο Υ.Ι.Ν., Πεπραγμένα Πολέμου.

Author: Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων

Η Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων (ΟΕΑ) του Εργαστηρίου Τοπογραφίας, στο Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, συνεργάζεται με τα μέλη της καταδυτικής κοινότητας για την αναζήτηση, την τεκμηρίωση, την μελέτη και την ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων του θαλασσίου περιβάλλοντος, αναλαμβάνοντας συγχρόνως την σχετική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού. Μέσω εξειδικευμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και ενάλιων δραστηριοτήτων που συντονίζουν ή συμμετέχουν τα μέλη της ΟΕΑ επιδιώκεται η ασφαλής και υπεύθυνη προσέγγιση στα βυθισμένα τεκμήρια της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.