Ο βομβαρδισμός του Πειραιά στις 6 Απριλίου 1941

Κατά την είσοδο της Ελλάδας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το λιμάνι του Πειραιά αποτελούσε ένα χώρο όπου επικρατούσε πολυαρχία καθώς προσπαθούσαν να λειτουργήσουν διάφορες υπηρεσίες και φορείς με συχνά αντικρουόμενες απόψεις. Αυτή η πολυδιάσπαση της εξουσίας είχε ως αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχηση και να παρουσιάζονται προβλήματα συνεργασίας μεταξύ των διάφορων αρχών και φορέων. Τις δυσκολίες στη διάχειρηση της λειτουργίας του λιμένος ενέτεινε και η ανακύρηξη με βασιλικό διάταγμα του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Α.Τζίφου σε «Διοικητή των Θαλασσίων Μεταφορών» και η αναγόρευση του σε Πρόεδρο της Ελληνοβρετανικής Επιτροπής Εφοδιασμού. Οι απευθείας συννενοήσεις που είχε με τις εκάστοτε αγγλικές αρχές που σύντομα άρχισαν να συρρέουν στον Πειραιά, συχνά γίνονταν χωρίς ενημέρωση του Πολεμικού Ναυτικού αλλά και με αμφιλεγόμενες πρακτικές. Με προφορικές οδηγίες ο ΥΕΝ παραχώρησε στους Άγγλους όλα τα βόρεια κρηπιδώματα του λιμανιού τα οποία ήταν εξοπλισμένα με γερανούς. Οι Άγγλοι επεκτείνονται και σε άλλες θέσεις στο λιμάνι, ανάλογα με τις ανάγκες του και χωρίς να είναι απαραίτητη η σύμφωνη γνώμη της Λιμενικής Αρχής. Η δε επισήμανση του Αρχηγού ΓΕΝ Ναυάρχου Α.Σακελλαρίου ότι η εκφόρτωση εκρηκτικών και εύφλεκτων υλών θα πρέπει να γίνεται στην προβλήτα του Σκαραμαγκά και όχι στο λιμάνι του Πειραιά, δεν βρήκε ανταπόκριση.

Από το 1940 ο ελληνικός θαλάσσιος χώρος είχε χωρισθεί σε τρεις Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές (ΝΑΠ) και σε πέντες Ναυτικές Διοικήσεις, ο επικεφαλής της κάθε μιας είχε την ευθύνη για το συντονισμό της άμυνας σε αυτές. Ο Πειραιάς ανήκε στη ΝΑΠ 3 (Νοτίου Αιγαίου) και σύμφωνα με όσα όριζε το προπολεμικό Σχέδιο Κινητοποιήσεως, θα διοικήτω από ένα Ναύαρχο του Πολεμικού Ναυτικού. Διοικητής της ΝΑΠ 3 ανέλαβε ο Πλοίαρχος Α.Μπακόπουλος, ο οποίος αναφερόταν στον Αντιναυάρχο Δ.Οικονόμου που ήταν ακόμη υπεύθηνος και για τη ΝΑΠ 1 (Ιονίου), την Αντιαεροπορική Άμυνα, ενώ παρέμενε Γενικός Επιθεωρητής του Ναυτικού. Σε αναφορά που υπέβαλε ο Διοικητής της ΝΑΠ 3 στις 30 Ιανουαρίου 1941, πρότεινε η εκφόρτωση των πυρομαχικών από τα βρετανικά πλοία να γίνεται στις αποβάθρες Α – Β (Ακτή Βασιλειάδη) ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι ζημιές από τυχόν έκρηξη. Με άλλη του έκθεση όριζε τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να προφυλαχθούν τα πλοία από αεροπορική επίθεση στον Πειραιά και πώς να αντιμετωπιστούν οι ενδεχόμενες ζημιές σε αυτά. Ωστόσο τα μέτρα που πρότεινε δεν υλοποιήθηκαν και ο ίδιος παρέμεινε χωρίς τη δικαιοδοσία για να τα εφαρμόσει.

Την Παρασκευή 4 Απριλίου 1941 κατέπλευσε στον Πειραιά προερχόμενη από την Αλεξάνδρεια η νηοπομπή Aegean North F.24, αποτελούμενη από επτά φορτηγά πλοία. Ανάμεσα τους βρισκόταν και τo βρετανικό φορτηγό πλοίο CLAN FRASER μεταφέροντας οχήματα, εφόδια, πολεμοφόδια καθώς και 500 τόνους εκρηκτικών για την κατασκευή πυρομαχικών. Το σχετικό βρετανικό σήμα προς τις ελληνικές αρχές του Πειραιά ανάφερε ότι το πλοίο μετέφερε «στρατιωτικό υλικό» (military stores) και ότι θα κατέπλεε στη Νο.1 θέση της Ελεύθερης Ζώνης.

Το CLAN FRASER.

 

Στη βιογραφία του Πρόδρομου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη αναφέρεται ότι το CLAN FRASER μετέφερε 6 τόνους τετρύλης, 500 τόνους τροτύλης, πυροσωλήνες, φορτηγά οχήματα και άλλα υλικά πολέμου με προορισμό το Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο ιδιοκτησίας του ιδίου. Ο ίδιος αναφέρει ότι λόγω της επικινδυνότητας του εν λόγω φορτίου ζήτησε από τον Αντισυνταγματάρχη Στ.Μεταξά που ήταν προϊστάμενος μεταφορών, να πραγματοποιηθεί η εκφόρτωση του CLAN FRASER στην Ελευσίνα και όχι στον Πειραιά.  Ωστόσο το αίτημα του απορίφθηκε και το CLAN FRASER έδεσε με τη βοήθεια των ρυμουλκών μπροστά από το 1ο Λιμενικό Υπόστεγο, στην Ηετιώνεια Ακτή εντός της Ελεύθερης Ζώνης του Πειραιά. Πιθανώς εκτιμήθηκε ότι με τη συνδρομή των ηλεκτροκίνητων γερανών που βρίσκονταν τοποθετημένοι σε σιδηροτροχιές επί της αποβάθρας θα επιτάχυνε η διαδικασία εκφόρτωσης, ενώ θα μπορούσε το φορτίο να τοποθετηθεί απευθείας σε βαγόνια σιδηροδρόμου. Σε άλλα σημεία στο λιμάνι, όπως στην Ακτή Ξαβερίου, η εκφόρτωση από τα πρυμνοδετημένα φορτηγά πλοία γινόταν με τους ατμοκίνητους γερανούς των πλοίων σε φορτηγίδες οι οποίες ρυμουλκούντουσαν στις αποβάθρες όπου εκφορτώνονταν.

Τα ξημερώματα της Κυριακής 6 Απριλίου η Γερμανία εισέβαλε στην Ελλάδα από τα βόρεια σύνορα της. Σειρά πλοίων μεθορμίζονται προκειμένου να επιτευχθεί η αραίωση του λιμένος. Ο Κεντρικός Λιμενάρχης Πλοιάρχος Βασ. Σκαρπέτης, αποστέλει πλοηγούς για να μεθορμίσουν τα βρετανικά φορτηγά πλοία CLAN FRASER, CLAN CUMMING, DEVIS και CITY OF ROUBAIX, αλλά ο Άγγλος Διοικητής του Sea Transportation Office, Πλωτάρχης John Buckler δεν αποδέχεται κάτι τέτοιο.

To CITY OF ROUBAIX.

 

Ειδικά για το CLAN FRASER ανέφερε οτι ήθελε να ολοκληρωθεί πρώτα η εκφόρτωση του πλοίου. Η πολυαρχία και οι παραχωρήσεις του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας είχαν δημιουργήσει ένα ιδιότυπο καθεστώς σε αυτή τη ζώνη του λιμένος όπου οι αγγλικές αρχές είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.

Στις 11 το πρωί ένα εχθρικό αεροσκάφος πραγματοποίησε αναγνωριστική πτήση πάνω από την Αθήνα και τον Πειραιά με αποτέλεσμα να σημάνει συναγερμός και να διακοπούν οι εργασίες στο λιμάνι. Στις 3 το μεσημέρι ακολουθεί νέος συναγερμός καθώς εμφανίζεται στον ουρανό του Πειραιά ένα ακόμη αναγνωριστικό. Το αεροσκάφος βάλεται από τα αντιαεροπορικά που βρίσκονταν στην Καστέλλα και το Αιγάλεω και συντρίβεται κατά τη διαφυγή του κοντά στη Ναύπακτο.  Το βράδυ της ίδιας ημέρας ένα σμήνος από 31 γερμανικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη προσέγγισε τον Πειραιά από τα δυτικά. Το αποτελούσαν  έντεκα αεροσκάφη τύπου He-111 H-6 που είχαν απογειωθεί από την Αυστρία και είκοσι τύπου Ju-88 A-4, που είχαν απογειωθεί από την Κατάνια της Σικελίας. Επικεφαλής τους ήταν ο Hans Joachim Hermann (1913-2010), ένας από τους πλέον αποτελεσματικούς πιλότους της Luftwaffe. Ο καιρός ήταν ιδανικός για τους επιτιθέμενους, χωρίς σύνεφα και με ένα λαμπρό ανοιξιάτικο φεγγάρι. Εκείνη την ώρα βρίσκονταν μεταξύ άλλων αγκυροβολημένα το επιβατηγό ΠΑΤΡΙΣ[1] και τα βρετανικά φορτηγά CLAN CUMMING και CITY OF ROUBAIX στην προβλήτα του Τελωνείου, τα CLAN FRASER και DEVIS στην Ελεύθερη Ζώνη (Ηετιωνεία Ακτή), ενώ το CINGALESE PRINCE είχε δέσει στην Καρβουνόσκαλα.

Τα ελληνικά φορτηγά ΠΕΤΑΛΛΟΙ, ΕΥΒΟΪΚΟΣ, ΑΓΑΛΙΑΝΗ και ΚΥΡΑΠΑΝΑΓΙΑ ΙΙ ήταν δεμένα στην Ακτή Ξαβερίου ενώ στον προλιμένα ναυλοχούσαν τα βρετανικά καταδρομικά AJAX και CALCUTTA. Αρκετά ακτοπλοϊκά επιβατηγά βρισκόντουσαν στην Ακτή Τζελέπη και σε άλλες θέσεις είτε υπο μετασκευή, είτε υπό δρομολόγηση. Μερικά ακόμη πλοία βρίσκονταν αρόδο στο Φάληρο, στο Κερατσίνι και τα Αμπελάκια, ενώ σειρά ελληνικών ακτοπλοϊκών βρισκόντουσαν αδρανή υπό επισκευή εντός του λιμένος.

Το ΕΥΒΟΪΚΟΣ.

 

Στις 21.20, ξεκίνησε η πρώτη γερμανική αεροπορική επίθεση στον Πειραιά και η σήμανση του συναγερμού σήμανε τη διακοπή των φορτοεκφορτόσεων και την εγκατάλειψη των πλοίων από τα πληρώματα τους που κατέφυγαν στα γειτονικά καταφύγια. Τα γερμανικά αεροσκάφη έκαναν ρήψεις μαγνητικών ναρκών κυρίως μπροστά στα κρηπιδώματα από το ύψος του βόρειου κυμματοθραύστη ως τις μόνιμες δεξαμενές και κοντά στις αποβάθρες της ξυλείας. Τα βομβαρδιστικά κατέβαιναν κατά κύματα στον άξονα του λιμανιού για να ρίξουν τις βόμβες τους. Στο επίκεντρο της επίθεσης βρίσκονται τα βρετανικά φορτηγά που παρέμεναν δεμένα στην Ελεύθερη Ζώνη. Για τους βρετανούς ήταν φανερό πως η γερμανική αντικατασκοπεία είχε πληροφορήσει πλήρως τους επιτηθέμενους για τους πιο σημαντικούς στόχους. Στην άμυνα του λιμανιού συμμετέχουν τα αντιαεροπορικά Bofors από την Πλατεία Καραϊσκάκη, τα Vickers από την Καστέλλα και τα καταδρομικά AJAX και CALCUTTA. Από τον βομβαρδισμό προκλήθηκε πυρκαγιά στο 1ο Λιμενικό Υπόστεγο και στο παρά αυτό παραβεβλημένο CLAN FRASER, στα αμπάρια του οποίου παρέμεναν περί του 400 τόνους τροτύλης. Μετά από λίγο ακολούθησε το δεύτερο κύμα του βομβαρδισμού κατά το οποίο επλήγησαν τα ναυπηγεία Βασιλειάδη καθώς και τα ήδη φλεγόμενα υπόστεγα. Το αεροσκάφος του Hermann επιτίθεται στο CLAN FRASER και το πετυχαίνει με τρείς βόμβες των 250 κιλών. Η κατάσταση στο φλεγόμενο CLAN FRASER γίνεται τραγική καθώς μια βόμβα εξεράγη στην πλώρη του, μια στο μηχανοστάσιο και μια κοντά στην μπουκαπόρτα του Νο.3 κύτους όπου και βρισκόταν το φορτίο με τα εκρηκτικά[2]. Επτά μέλη του πληρώματος χάνουν τη ζωή τους, άλλοι εννέα τραυματίζονται μεταξύ των οποίων και ο πλοίαρχος J.H. Giles που κείτεται αναίσθητος δίπλα στην κουπαστή. Οι ξύλινες επιφάνειες στο σκάφος, βάρκες, σκάλες, παραπέτα, και τα καραβόπανα των αμπαριών λειτουργούν ως καύσιμη ύλη για την επέκταση της πυρκαγιάς. Μια άλλη δέσμη βομβών εξεράγη στα διπλανά κρηπιδώματα με αποτέλεσμα να ανατραπούν δυο από τους γερανούς πάνω στο CLAN FRASER. Τα φορτία που βρίσκονταν στοιβαγμένα στα κρηπιδώματα αναφλέγονται, ενώ η πίεση από τις εκρήξεις απωθεί το πλοίο που όμως το συγκρατούν οι πεσμένοι γερανοί.

Ο Λιμενάρχης Σκαρπέτης και ο Πλοίαρχος Μπακόπουλος αποφασίζουν να απομακρύνουν το φλεγόμενο σκάφος εκτός του λιμένος. Το Λιμεναρχείο αποστέλει τα ρυμουλκά ΚΕΡΑΥΝΟΣ και ΆΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ και η ΝΑΠ 3 το ναυαγοσωστικό VIKING. Τα ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ και ΚΕΡΑΥΝΟΣ φθάνουν δίπλα στο CLAN FRASER και με φωνές προσπαθούν να κινητοποιήσουν το πλήρωμα του ώστε να τους δωθούν ρυμούλκια, πράγμα μάταιο καθώς το πλήρωμα έχει ήδη εγκατελείψει το ατμόπλοιο. Ωστόσο τότε γίνεται αντιληπτό ότι έχουν ποντιστεί νάρκες και ο Πλοίαρχος Μπακόπουλος, μη έχοντας γνώση του φορτίου πυρομαχικών, αναβάλει τη ρυμούλκηση με το φόβο ότι αν το σκάφος προσέκρουε σε νάρκη θα βυθιζόταν και θα έφραζε την πρόσβαση στο λιμάνι. Ενημερώνει σχετικά το Γ.Ε.Ν. που του απαντά «ορθώς επράξατε». Η απομάκρυνση του CLAN FRASER ήταν ούτως ή άλλως αδύνατο να γίνει άμεσα καθώς οι δυο μεγάλοι γερανοί που κατέπεσαν πάνω του έχουν μπλεχτεί με τις μπίγες και τα κατάρτια. Επιπλέον παρατηρήθηκε ότι είχαν προκληθεί ρήγματα στο κύτος και εξαιτίας τους το πρυμναίο τμήμα του επικάθησε στο βυθό με αποτέλεσμα να αναδύονται καπνοί και ατμοί από τα πυρωμένο σκάφος[3]. Δυστυχώς το βάθος του λιμανιού σε αυτό το σημείο είναι μικρό και το βύθισμα του πλοίου δεν επιτρέπει να κατακλύσει η θάλασσα τα αμπάρια του. Στις 23.35 σημαίνει η λήξη του συναγερμού και οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών εντείνονται. Το VIKING, που ήταν το μόνο σκάφος με σύστημα πυρόσβεσης, εκτοξεύει τόνους νερού στην κουβέρτα του CLAN FRASER, αλλά λόγω της μεγάλης έντασης της θερμότητας και του ότι το ναυαγοσωστικό έφερε βόμβες βυθού αναγκάζεται να απομακρυνθεί. Η πυρκαγιά εξαπλώνεται σε όλο το σκάφος και εξαιτίας της κόλασης της φωτιάς κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη των πενήντα μέτρων από αυτό. Οι ξύλινες φορτηγίδες που βρίσκονταν διάσπερτες στη Ζώνη έχουν πιάσει φωτιά και καθώς οι κάβοι τους κάηκαν, παρασύρονται ακυβέρνητες στο λιμάνι δίκη πυρπολικών. Ο Υπολιμενάρχης Πλωτάρχης Δημ.Σαμαντζόπουλος και ο Πλωτάρχης Αξιωματικός Αγκυροβολίας Εμμ.Κανακάκης προσπαθούν να συντονίσουν τις προσπάθειες για τον έλεγχο και περιορισμό των ζημιών. Πλησιάζουν με μια πετρελαιάκατο στο φλεγόμενο CLAN FRASER και παρατηρούν ότι οι λαμαρίνες του είναι ερυθροπυρωμένες ως την ίσαλο, ενώ η γέφυρα και οι υπερκατασκευές έχουν απανθρακωθεί. Ταυτόχρονα συμβαίνουν μικροεκρήξεις από τα σκορπισμένα φυσίγγια των πυροβόλων, μεγαλύτερες εκρήξεις εκτοξεύουν αναμμένα συντρίμμια στη θάλασσα όπου καίγονται μαούνες, καΐκια, μπάλες βαμβακιού,  κιβώτια και ξύλα, όλα τυλιγμένα με μαζούτ που διαρρέει από τα ρήγματα του CLAN FRASER. Η πυρκαγιά έχει θεριέψει στα κρηπιδώματα και έχει επεκταθεί στο 2ο Λιμενικό Υπόστεγο. Η επέμβαση της πυροσβεστικής περιορίζεται στους χερσαίους χώρους πίσω από τα Λιμενικά Υπόστεγα. Το VIKING θα καταφέρει να απομακρύνει κατά μερικές δεκάδες μέτρα το DEVIS που βρισκόταν δεμένο δίπλα ακριβώς στο CLAN FRASER.

Ο έφεδρος Πλοίαρχος Περ.Μπούμπουλης που είχε τοποθετηθεί το 1940 Διοικητής της Ναυτικής Βάσης Πειραιά, παρά τον ελαφρύ τραυματισμό του στο πόδι, θα συμμετάσχει στις προσπάθειες καταπολέμησεις των πυρκαγιών που έζωναν τις αποθηκών καυσίμων και υλικών και στη διάσωση πλωτών μέσων. Ο Πλωτάρχης (Λ.Σ.) Κανακάκης επιβαίνει στο ρυμουλκό ΚΥΚΛΩΨ και μαζί με άλλους λιμενικούς προσπαθούν να απομακρύνουν τις φλεγόμενες φορτηγίδες από τα υπόλοιπα σκάφη και να διευκολύνουν την απομάκρυνση των πλοίων που δεν έχουν βλαβεί. Στις προσπάθειες τους βρίσκουν αρογούς και δυο αξιωματικούς του Aυστραλιανού καταδρομικού PERTH, τους Warwick Bracegirdle and Terence Power, οι οποίοι προσπαθούσαν να επιστρέψουν στο πλοίο τους που βρισκόταν στο Φάληρο. Ενώ κωπηλατούν προς αυτό αντιλαμβάνονται δυο ακυβέρνητες φορτηγίδες έμφορτες με εκρηκτικά και τις δένουν στη βάρκα τους για να τις απομακρύνουν από το φλεγόμενο CLAN FRASER. Είχαν καταφέρει να τις απομακρύνουν γύρω στα εκατό με διακόσια μέτρα όταν ξαφνικά τους συντάραξε μια τεράστια έκρηξη. Στις 03.20 (θερινή ώρα 04.20), το CLAN FRASER είχε εκραγεί σπέρνοντας τον όλεθρο σε όλο τον Πειραιά. Τμήματα από το καράβια, ξάρτια, μπίγες, λαμαρίνες και πυρακτωμένα σιδερένια θραύσματα εκτοξεύονται σε ύψος πολλών μέτρων και μεταδίδουν τη φωτιά σε σειρά παρακείμενων πλοίων. Η απουσία των απαραίτητων μελών του πληρώματος επέτρεψε στις μικροεστίες να επεκταθούν και να γίνουν ανεξέλεγκτες. Μεταξύ των πλοίων που δέχτηκαν τα φλεγόμενα θραύσματα στα καταστρώματα τους ήταν τα ελληνικά φορτηγά πλοία ΠΕΤΑΛΙΟΙ, ΕΥΒΟΪΚΟΣ, ΚΥΡΑΠΑΝΑΓΙΑ ΙΙ, ΑΓΑΛΙΑΝΗ και ΣΤΥΛΙΑΝΗ και τα επιβατηγά ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ και ΠΑΤΡΙΣ. Και επειδή τα πληρώματα τους τα είχαν εγκαταλείψει για να προφυλαχτούν από το βομβαρδισμό στα καταφύγια του λιμανιού, η πυρκαγιά δεν μπόρεσε να αντιμετωπιστεί στο ξεκίνημα της και έτσι επεκτάθηκε. Η επιστροφή των πληρωμάτων τους ήταν πλέον επικίνδυνη λόγω του κινδύνου εκρήξεων.  Το ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ βυθίστηκε λίγες δεκάδες μέτρα από την ακτή Τζελέπη, όρθιο με τις υπερκατασκευές του να παραμένουν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

To ναυάγιο του ΚΥΡΑΠΑΝΑΓΙΑ ΙΙ. (Ιστορικό αρχείο Luce)

 

Το ΕΥΒΟΪΚΟΣ που ήταν πρυμνοδετημένο στην Ακτή Ξαβερίου, απέναντι περίπου από το CLAN FRASER δεν επλήγη κατά το γερμανικό βομβαρδισμό. Όμως τα πυρακτωμένα σίδερα που εκτινάχθηκαν από την έκρηξη του CLAN FRASER, άνοιξαν οπές στις πλευρές του ΕΥΒΟΪΚΟΣ και άναψαν φωτιές. Το φορτηγό ΚΥΡΑΠΑΝΑΓΙΑ ΙΙ που βρισκόταν στην Ακτή Ξαβερίου εκτελώντας επισκευές, επλήγη από πυρακτωμένα τεμάχια σιδήρου που προκάλεσαν πυρκαγιά με αποτέλεσμα να βυθιστεί στη θέση του.

Τα απομμεινάρια του CLAN FRASER, η έκρηξη του οποίου κατέστρεψε παρακείμενα πλοία και εγκαταστάσεις. (συλλογή B.Schutt)

 

Δέκα λεπτά αργότερα, στις 03.30, ακολούθησε μια δεύτερη έκρηξη και οι λέβητες του CLAN FRASER ανατινάχθηκαν στον αέρα σαν κόκκινα μπαλόνια. Tα υπαριθμόν 1, 2 και 3 Λιμενικά Υπόστεγα και τα γραφεία της Ε.Ζ. καταστράφηκαν εντελώς, ενώ σκοτώθηκαν ο Πλωτάρχης Buckler και ένας ακόμη βρετανός αξιωματικός. Μια ακόμη έκρηξη έλαβε χώρα μετά από άλλα δέκα λεπτά ολοκληρώνοντας την καταστροφή του πλοίου που είχε πλέον μεταβληθεί σε μια άμορφη μάζα σιδερικών.  Κομμάτια του CLAN FRASER εκτοξεύτηκαν σε παρακείμενες περιοχές του Πειραιά. Μια δέστρα του σκάφους προσγειώθηκε σε ένα μπαλκόνι σπιτιού επί της οδού Ζαννή και ένα μεγάλο κομμάτι από το λέβητα έπεσε πίσω από το Ρολόι. Μια πυρακτωμένη λαμαρίνα έπεσε στο υαλοστάσιο του μεσοδόμου της Σχολής Δοκίμων και καθώς ήταν καλυμένο με πισσόχορτο για λόγους κάλυψης φώτων, έπιασε φωτιά. Ένα μέρος από τη γέφυρα του πλοίου έφτασε επτακόσια μέτρα μακριά και καταπλάκωσε ένα περίπτερο, τμήμα του λέβητα βρέθηκε στα Ναυπηγεία Βασιλειάδη, ενώ μια λαμαρίνα καρφώθηκε σε ένα δέντρο του Τινάνειου Κήπου όπου παρέμεινα μέχρι που πρόσφατα μεταφέρθηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά. Οι δρόμοι του Πειραιά γεμίσαν με κομμάτια σίδερο, κομμένα καλώδια και συντρίμια διακόπτοντας την ηλεκτροδότηση και τις τηλεφωνικές επικοινωνίες και δυσκολεύοντας τη συγκοινωνία.

Τα απομεινάρια του CLAN FRASER όπως αποτυπώθηκαν από ιταλικό κινηματογραφικό συνεργείο το 1941. (Ιστορικό αρχείο Luce)

 

Τα φλεγόμενα συντρίμμια του CLAN FRASER έπληξαν το αγγλικό φορτηγό πλοίο CITY OF ROUBAIX που επίσης μετέφερε πυρομαχικά. Το φορτίο εξεράγει και το σκάφος αφού κόπηκε σε δυο τμήματα βυθίστηκε με μέρος των υπερκατασκεύων του να παραμένει ορατό. Επίσης βυθίστηκαν η υπό αγγλική σημαία θαλαμηγός SURF του εφοπλιστή Θωμά Επιφανειάδη και η επιταγμένη θαλαμηγός ΑΦΡΟΣ του εφοπλιστή Μαρή Εμπειρίκου. Τα καταδρομικά CALCUTTA και AJAX αποπλέουν από το λιμάνι αλλά η κορβέτα HYACINTH (μετέπειτα ελληνική ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ) θα δεχθεί βροχή από θραύσματα αλλά και μιας λαμαρίνα που θα σκοτώσει έναν αξιωματικό του.

Το ναυάγιο του CITY OF ROUBAIX. (Ιστορικό αρχείο Luce)

 

Tο αγγλικό φορτηγό πλοίο CLAN CUMMING είχε καταπλεύσει στον Πειραιά στις 20 Ιανουαρίου 1941 με βαριές ζημιές που του είχε προξενήσει τορπίλη του ιταλικού υποβρυχίου NEGHELLI. Η επισκευή του πλοίου απομύζηξε τον Πειραιά από τα απαραίτητα υλικά και ολοκληρώθηκε στις αρχές Απριλίου. Κατά την έκρηξη του CLAN FRASER εκτοξεύτηκε ένα μεταλικό τμήμα του διαστάσεων 7 Χ 1 μέτρων και κατέληξε πάνω στη γέφυρα του CLAN CUMMING, ενώ τμήμα μιας πυρακτωμένης ανεμοδόχου έπεσε στο αμπάρι του ξεκινώντας μια πυρκαγιά η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από ένα άγημα Νεοζηλανδών που κατέφθασε στο σκάφος. Τελικά το CLAN CUMMING αναχώρησε από τον Πειραιά στις 15 Απριλίου προς νότο. Όμως κατά τον πλου του ο Πλοίαρχος ακολούθησε εσφαλμένη πορεία και το σκάλφος εισήλθε στο ναρκοπέδιο Αιγίνης-Φλεβών με αποτέλεσμα να προσκρούσει σε ελληνική νάρκη και να βύθιστει.

Βυθίστηκαν ακόμη τα ρυμουλκά ΕΛΠΙΣ, ΧΙΩΝΟ, ΙΩΑΝΝΗΣ και ΙΕΡΑΞ ενώ προσάραξε το επιταγμένο βοηθητικό ΓΕΩΡΓΙΟΣ (146 κ.ό.χ.). Το ΙΕΡΑΞ ανυψώθηκε από το παλιρροϊκό κύμα που δημιούργησε η έκρηξη του CLAN FRASER και προσέκρουσε στο κρηπίδωμα με συνέπεια να βυθιστεί. Επίσης καταστράφηκαν εξήντα φορτηγίδες και εικοσι πέντε πετρελαιοκίνητα καΐκια.

Στον όρμο του Κερατσινίου επλήγη το αγγλικό ατμόπλοιο CYPRIAN PRINCE  και τέσσερα μέλη του πληρώματος του έχασαν τη ζωή τους. Το κατεστραμμένο σκάφος αργότερα ρυμουλκήθηκε μέχρι τα Περιστέρια Σαλαμίνος όπου και παρέμενε προσαραγμένο στο τέλος του πολέμου.

Οι φωτιές που εκδηλώθηκαν στο φορτηγό πλοίο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ κατασβέστηκαν αλλά το πλοίο υπέστη εκτεταμένες ζημιές και παρέμεινε στον Πειραιά ώσπου καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Επισκευάστηκε με το όνομα LUNEBURG και βυθίστηκε στις 28 Απριλίου 1944 από τις τορπίλες βρετανικού υποβρυχίου στα βόρεια του Ηρακλείου. Το φορτηγό ΑΡΤΕΜΙΣ ΠΙΤΤΑ φέρεται να βυθίστηκε στον Πειραιά στις 6/7 Απριλίου, ωστόσο δεν προκύπτουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη βύθιση του σκάφους, που μπορεί να εβλάβη ή απλά να εγκαταλείφθηκε. Τελικά περιήλθε στην κατοχή των Γερμανών και βυθίστηκε στον Κόλπο του Αδάμαντα στη Μήλου από συμμαχικά αεροσκάφη στις 21 Φεβρουαρίου 1943. Επίσης αναφλέγει το επιβατηγό ΠΑΤΡΙΣ ενώ βρισκόταν πρυμνοδετημένο απέναντι από το Λιμεναρχείο Πειραιά. Εξαιτίας της πυρκαγιάς κάηκαν τα πρυμνήσια και το φλεγόμενο πλοίο παρασυρόταν προς το κέντρο του λιμανιού. Το ΠΑΤΡΙΣ κατορθώθηκε να παραβάλει στην Ακτή Μιαούλη όπου η πυροσβεστική κατέσβεσε τη φωτιά, όμως το σκάφος ημιβυθίστηκε[4] σε όρθια θέση.

Το ΠΑΤΡΙΣ πριν και μετά την καταστροφή του. (συλλογή B.Schutt)

 

Την επομένη περί την 11η πρωϊνή, το ρυμουλκό VIKING προσέκρουσε σε νάρκη εντός του λιμένος και βυθίστηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του βασιλιά Γεώργιου, του πρωθυπουργού Αλ.Κορυζή και των λοιπών επισήμων που τους συνόδευαν. Από την έκρηξη έχασαν τη ζωή τους ο κυβερνήτης του πλοίου και δεκαέξι ακόμη μέλη του πληρώματος του. Αντιμέτωπος με αυτή τη χαοτική κατάσταση, ο Κορυζής υπέγραψε τη δημιουργία θέσεως Ανώτερου Διοικητού Πειραιώς (Α.Ν.Π)  με σκοπό την καταπολέμηση της πολυαρχίας και την επαναφορά του λιμένος σε λειτουργία. Η θέση πληρώθηκε αρχικά από τον Πλοίαρχο Μπακόπουλο αλλά μετά από λίγες ώρες αντικαταστάθηκε από τον Πλοίαρχο  (Π.Ν.) Ν.Πετρόπουλο. Αυτός έθεσε ως προτεραιότητες το σβύσιμο των πυρκαγιών που μαίνονταν σε δεκαέξι πλοία και την ανατίναξη των ναρκών που είχαν πέσει μέσα στο λιμάνι. Παράλληλα αντικατέστησε τον Κεντρικό Λιμενάρχη με τον Πλοίαρχο Λ.Σ. Αντ.Μπάχα, όχι γιατί τον θεώρησε υπεύθηνο για όσα συνέβησαν αλλά για να δωθεί ένας τόνος αλλαγής. Στον Πειραιά κατεύθασε σχεδόν το σύνολο της Πυροσβεστικής των Αθηνών, αλλά σύντομα φάνηκε ότι δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μέσα για να αντιμετωπιστούν οι φωτιές στα πλοία. Έτσι αποφασίστηκε να τα απομακρύνουν από το λιμάνι και να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους. Ο Υποπλοίαρχος Ιωάννης Μελισσηνός και ο Σημαιοφόρος Τιμολέων Λούης ανέλαβαν να μεθορμίσουν τα φλεγόμενα καράβια, ωστόσο παρέμενε το πρόβλημα των ναρκών και ο φόβος να προσκρούσουν σε αυτές τα ρυμουλκούμενα φλεγόμενα πλοία με κίνδυνο να φράξουν το λιμάνι.

Αριστερά: Το ναυάγιο του VIKING. (Ιστορικό αρχείο Luce) – Δεξιά: Το ναυάγιο του CITY OF ROUBAIX σε γερμανικό φίλμ του 1941.

 

Η εκκαθάριση των ποντισμένω ναρκών δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει ελλείψη των κατάλληλων σκαφών. Η βρετανική κορβέτα HYACINTH δεν μπορούσε να συνεισφέρει καθώς ο μηχανισμός ναρκαλιείας είχε βλαβεί από θραύσματα κατά την έκρηξη του CLAN FRASER. Για να απομακρυνθούν λοιπόν τα ρυμουλκούμενα φλεγόμενα πλοία, εστάλει μια βενζινάκατος να προηγείται του ρυμουλκού. Από το κατάστρωμα της γινόντουσαν κάθε 10-15 δευτερόλεπτα βολές προς τη θάλασσα με την ελπίδα ότι εφόσον υπάρχει στη ρότα τους κάποια νάρκη αυτή έτσι θα εκραγεί.

Το πρωί της 8ης Απριλίου, δυο ρυμουλκά προσέγγισαν τo φλεγόμενo ΣΤΥΛΙΑΝΗ που δεν είχε βυθιστεί και με χρήση οξυγόνου έκοψαν τις καδένες των αγκυρών του. Κατά τη ρυμούλκηση του ΣΤΥΛΙΑΝΗ τα ρυμούλκια κόπηκαν λόγω του μεγάλου κυμματισμού και το σκάφος παρασύρθηκε, με αποτέλεσμα να προσαράξει στις νότιες ακτές της Κυνοσούρας και να καταστραφεί. Στις 9 Απριλίου αποκόπηκαν οι άγκυρες του ΕΥΒΟΪΚΟΣ, τέθηκε σε ρυμούλκηση από δυο ρυμουλκά και προσαράχθηκε στα Σελήνια της Σαλαμίνας. Μάλιστα για αποφευχθεί η τυχόν μετακίνηση του λόγω κακοκαιρίας ανοίχθηκαν και οι κρουνοί κατάκλυσης ώστε να επικαθίσει στο βυθό σε όλο του το μήκος. Επίσης προσαράχθηκε με επιτυχία στα Σελίνια το ΑΓΑΛΙΑΝΗ, ενώ το ΠΕΤΑΛΛΟΙ ναι μεν τέθηκε υπό ρυμούλκηση όμως απωλέσθηκε και βυθίστηκε παρασυρόμενο ανοιχτά της Αιγινας.

Στον όρμο της Δραπετσώνας, στις εγκαταστάσεις των Λιπασμάτων, ανατινάχθηκε στις 8 Απριλίου κατά την προσπάθεια του να μεθορμίσει το ξύλινο πετρελαιοκίνητο ΧΕΙΜΑΡΡΑ[5]. Στις 7 και 8 Απριλίου, ο Πλωτάρχης Μ.Ματθαίος της  Δ/νσης Τορπιλλών και Ναρκών, πόντισε εντός του λιμένα ανθυποβρυχιακές βόμβες. Κατόπιν τις ανατήναζε με πυροδοτικό μηχανισμό από τη στεριά προκειμένου η έκρηξη να προκαλέσει και την έκρηξη τυχόν κοντινών ναρκών. Ωστόσο στις 9 Απριλίου το ρυμουλκό ΚΕΡΑΥΝΟΣ προσέκρουσε σε νάρκη[6] εντός του λιμένος και βυθίστηκε. Την ίδια ημέρα έφτασε από την Αλεξάνδρεια ένα αγγλικό ναρκαλιευτικό το οποίο αντιμετώπισε με πιο δόκιμο τρόπο τις ποντισμένες νάρκες. Από το φλεγόμενο λιμάνι στάθηκε δυνατόν να απομακρυνθούν χωρίς σοβαρές ζημιές τα επιβατηγά ΠΟΛΙΚΟΣ, ΑΘΗΝΑ Σ., ΣΙΦΝΟΣ και το φορτηγό ΜΟΣΧΑ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ.

Το λιμάνι μετά την επίθεση. Διακρίνεται το ναυάγιο του ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ μπροστά στην Ακτή Τζελέπη.

 

Μετά από αυτές τις ενέργειες, από το λιμάνι του Πειραιά άρχισε και πάλι τη λειτουργία κάνοντας χρήση των κρηπιδωμάτων που δεν είχαν πληγεί, μόλις δυο ημέρες μετά την καταστροφική έκρηξη. Το πρώτο πλοίο που κατέπλευσε για να εκφορτώσει ήταν το φορτηγό ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ. Από διοικητικής απόψεως βελτιώθηκε ο συντονισμός μεταξύ ελληνικών και αγγλικών αρχών και επετεύχθει μεγαλύτερη διασπορά των πλοίων και  επεκτάθηκαν οι φορτοεκφορτώσεις ως την Ελευσίνα. Επίσης διατάχθηκε κατά τη διάρκεια των συναγερμών να παραμένει επί των πλοίων μέρος του πληρώματος που είναι απαραίτητο για το χειρισμό των πυροσβεστικών μέσων.

Αν και η έκρηξη του CLAN FRASER προξένυσε τεράστιες ζημιές, ο αριθμός των θυμάτων μεταξύ των πληρωμάτων περιορίστηκε στα 27 άτομα. Στην ξηρά οι καταστροφές ήταν μεγάλες και πέρα των εγκαταστάσεων του λιμανιού. Το ωστικό κύμα της έκρηξης  προκάλεσε καταρεύσεις σε κτίρια σε μεγάλο βάθος και προκλήθηκαν θάνατοι και τραυτματισμοί μεταξύ των κατοίκων του Πειραιά.

Τα γερμανικά αεροσκάφη συνέχισαν να επισκέπτονται τον Πειραιά σχεδόν κάθε βράδυ αλλά ακόμη και κατά τη διάρκεια της ημέρας, προκαλώντας περαιτέρω απώλειες και καταστροφές. Στις 12 Απριλίου βυθίστηκε στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας το μεγάλο δεξαμενόπλοιο MARIE MAERSK, με οχτώ ανθρώπινες απώλειες. Στις 15 Απριλίου επλήγη το ελληνικό φορτηγό ΤΕΤΗ και στις 22 Απριλίου βυθίστηκε το δεξαμενόπλοιο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού  ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ που βρισκόταν υπό επισκευή στον Πειραιά. Την επομένη επλήγη το δεξαμενόπλοιο ΠΕΤΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΟΣ[7] ενώ ήταν αγκυροβολημένο εκτός του λιμένος και ρυμουλκήθηκε στα Αμπελάκια όπου προσαράχθηκε. Κατά τους βομβαρδισμούς του Απρίλη προξενήθηκαν ζημιές στο επιβατηγό ΑΡΝΤΕΝΑ με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί από το πλήρωμα του και να περιέλθει στους επερχόμενους Γερμανούς. Η δοκιμασία του Πειραιά ολοκληρώθηκε στις 24 Απριλίου, όταν βομβαρδίστηκε το επιβατηγό ΕΛΛΑΣ που είχε πλαγιοδετήσει μπροστά από την πενταόροφη λιμενική αποθήκη στην Ηετιώνεια Ακτή με σκοπό να παραλάβει Άγγλους τραυματίες καθώς και έλληνες ιδιώτες. Η διαταγή του Α.Ν.Π. όριζε ότι το πλοίο θα αναχωρήσει αφού σκοτεινιάσει και μέχρι τότε οι επιβάτες του θα έπρεπε να παραμείνουν στο παράπλευρο καταφύγιο. Ωστόσο οι Άγγλοι παρέβησαν τη διαταγή και επιβιβάστηκαν παρασύροντας έτσι και τους Έλληνες. Λίγο αργότερα, πριν τη δύση του ήλιου, εμφανίστηκαν τα γερμανικά αεροσκάφη και σήμανε συναγερμός. Επιτέθησαν σε δυο κύμματα στο ΕΛΛΑΣ με αποτέλεσμα να πληγεί και να το ζώσει πυρκαγιά. Οι νεκροί υπολογίζονται σε περισσότερους από τριακόσιους ενώ πολλοί ακόμη τραυματίστηκαν από τα θραύσματα των βομβών, έπαθαν εγκαύματα από τις φωτιές και άλλοι τραυματίστηκαν κατά την προσπάθεια τους να βγούν από το καράβι. Μετά από ώρες προσπαθειών κατάσβεσης, ο Λιμενάρχης επέβη σε ένα εξοπλισμένο ρυμουλκό και βύθισε το φλεγόμενο ΕΛΛΑΣ με βολές στην ίσαλο προκειμένου να μην παρασυρθεί και φράξει την έξοδο του λιμενίσκου Αλών[8]. Στην ίδια επίθεση τα γερμανικά βομβαρδιστικά έπληξαν στην Ακτή Ξαβερίου το φορτηγό VILLE DE TOULON[9] με αποτέλεσμα να διαραγή το κέλυφος και να πλημυρίσει το μηχανοστάσιο και το ένα του αμπάρι. Από τις εκρήξεις έχασαν τη ζωή τους ο Γ’ μηχανικός και ο αρχιθερμαστής του σκάφους. Στις ακτές της Σαλαμίνας, στο Στενό των Μεγάρων, στον Κόλπο της Ελευσίνας, τα γερμανικά αεροσκάφη βύθισαν πολλά ακόμη ελληνικά πλοία κατά τον τραγικό Απρίλιο του 1941.

Ναυάγια στον Κωφό Λιμένα του Πειραιά. (αρχείο Luce)

Με βάση τις Κυβερνητικές διαταγές δεν προκλήθηκαν δολιοφθορές που θα απέτρεπαν την άμεση χρήση του Πειραιά από τους Γερμανούς. Ο Ν.Πετρόπουλος σημειώνει στο βιβλίο του ότι μετάνιωσε που δεν παρέβη αυτές τις διαταγές  και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να χυθούν στη θάλασσα μέρος από τα πετρέλαια και τις βενζίνες που βρίσκονταν αποθηκευμένα στη Δραπετσώνα και το Πέραμα. Για τις προσπάθεις που κατέβαλαν οι αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, παρασημοφορήσαν με τον Πολεμικό Σταυρό Γ’ τάξεως οι Πλοίαρχοι Ν.Πετρόπουλος και Περ.Μπούμπουλης, ο Αντιπλοίαρχος Π.Ν. Ε.Παπαδιαμαντόπουλος, ο Υποπλοίαρχος Ι.Μελισσηνός, ο Πλωτάρχης Λ.Σ. Δημ.Σαμαντζόπουλος και ο Πλωτάρχης Λ.Σ. Εμμ.Κανακάκης.

 

Βιβλιογραφία:

  • Ιστορία του Λιμενικού Σώματος, Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Λιμενικού Σώματος, 1999
  • Λάχανος Νικόλαος, Δόξα και δάφνες, Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, Αθήνα, 1991
  • Καββαδίας Ε., Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940 όπως τον έζησα,Αθήνα, 1950
  • Μελισσηνός Ιωάννης, Το Ναυτικό στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – Η συνολική προσφορά της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιστιοφόρου και Ατμοπλόου) 1940-1945, τόμος Α΄ και Β΄, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1995
  • Ντούνης Χρήστος, Τα ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες – 1900-1950, Finatec Α. Ε., 2000
  • Πετρόπουλος Νικ., Αναμνήσεις και Σκέψεις ενός Παλαιού Ναυτικού. Μέρος Β’, Αθήνα, 1970
  • Ροσολάτος Γεώργιος, Ο τρομερός βομβαρδισμός του Πειραιά,περιοδικό Ιστορία, τ.4/1981.
  • Σακελλαρίου Αλέξανδρος, Η θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκοσμιο Πόλεμο, Νέα Υόρκη, 1944.
  • Φωκάς Δ., Έκθεσις επί της δράσεως του Β.Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940-1944, Ιστορική Υπηρεσία ΓΕΝ, Αθήνα, 1953
  • Χατζιώτης Κώστας, Πρόδρομος Μποδοσάκης – Αθανασιάδης, Ίδρυμα Μποδοσάκη, Αθήνα, 2005
  • Περιοδικό Εφοπλιστής ,τεύχος 220, Αύγουστος 2011
  • Gentlemen Cordite, Lieutenant Commander Warwick, edited by Nicholas Bracegirdle
  • Cody J. F., New Zealand Engineers, Middle East Historical Publications Branch, Wellington, 1961.
  • Έκθεση Πλοιάρχου Λιμενικού Β.Σκαρπέτη, Πεπραγμένα Πολέμου, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού
  • Έκθεση Πλωτάρχη Λιμενικού Δ.Σαμαντζόπουλου, Πεπραγμένα Πολέμου, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού
  • Έκθεση Πλωτάρχη Λιμενικού Ε.Κανακάκη, Πεπραγμένα Πολέμου, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού
  • Έκθεση Πλοιάρχου Α.Μπακόπουλου, Πεπραγμένα Πολέμου, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού
  • Archivio Storico Luce, 2.6.1941

[1] Το υπό αγγλική σημαία επιβατηγό ΠΑΤΡΙΣ ανήκε στην εταιρία Χανδρή και εκτελούσε πριν τον πόλεμο Μεσογειακούς πλόες. Είχε επιταχθεί από τον Οκτώβριο του 1940 και μετετράπηκε σε πλωτό νοσοκομείο.

[2] Ο Υποπλοίαρχος Ι. Μελισσηνός αναφέρει στο δημοσιευθέν αρχείο του ότι την επομένη ημέρα πληροφορήθηκε από μαρτυρίες πως το CLAN FRASER δεν επλήγη απευθείας αλλά η φωτιά μεταδώθηκε σε αυτό από το Λιμενικό Υπόστεγο.

[3] Ο Ι. Μελισσηνός αναφέρει του οτι το CLAN FRASER επικάθησε στο βυθό όταν διατάχθηκε η κατάκλυση του προκειμένου να σβήσει η θάλασσα τις φωτιές, χωρίς όμως να υπολογισθεί οτι το μικρό βάθος του λιμένος δεν επέτρεπε την κατάκλυση των φλεγόμενων χώρων.

[4] Ο Ι. Μελισσηνός αναφέρει ότι ο Α.Γ.Ε.Ν. διέταξε τη βύθιση του φλεγόμενου ΠΑΤΡΙΣ με κανονιοβολισμό λόγω του φόβου έκρηξης των υγρών καυσίμων στις δεξαμενές του.

[5] Το 443 κ.ό.χ. σκάφος, πρώην FAMIGLIA MERIKA, είχε κατασχεθεί από τους Ιταλούς ιδιοκτήτες του στην Κρήτη τον 10.40. Ανελκύστηκε και επεστράφη στους Ιταλούς αλλά βυθίστηκε ξανά τον 10.44 κατά τους βομβαρδισμό του Βόλου.

[6] Ο Πλωτάρχης Σαμαντζόπουλος στην αναφορά κάνει λόγο για πρόσκρουση του ΚΕΡΑΥΝΟΣ σε συντρίμμια ναυαγίου.

[7] Προκειμένου να αποφευχθεί η βύθιση του σκάφους σε βαθιά νερά, ρυμουλκήθηκε από τα ρυμουλκά ΚΥΚΛΩΨ και ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ στα αβαθή του κόλπου Αμπελάκια της Σαλαμίνας. Εκεί το πλοίο προσαράχθηκε και εγκαταλείφθηκε για να ανελκυστεί τον επόμενο χρόνο από τους Γερμανούς.

[8] Σύμφωνα με τον Πλοίαρχο Πετρόπουλο ο ίδιος αποφάσισε τη βύθιση του ΕΛΛΑΣ για να μην επεκταθεί η πυρκαγιά στα λιμενικά υπόστεγα και για να λειτουργήσει το ναυάγιο ως εμπόδιο στους επερχόμενους Γερμανούς.

[9] Το πλοίο επισκευάστηκε από τους Γερμανούς ως το βοηθητικό φραγμάτν NETZLEGER VIII (PIRAUS) και τελικά αυτοβυθίστηκε στη Θεσσαλονίκη κατά την αποχώρηση τους. Ανελκύστηκε ξανά μεταπολεμικά και ταξίδεψε υπό ελληνική και αργότερα τουρκική πλοιοκτησία μέχρι που διαλύθηκε το 1970.

Author: Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων

Η Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων (ΟΕΑ) του Εργαστηρίου Τοπογραφίας, στο Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, συνεργάζεται με τα μέλη της καταδυτικής κοινότητας για την αναζήτηση, την τεκμηρίωση, την μελέτη και την ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων του θαλασσίου περιβάλλοντος, αναλαμβάνοντας συγχρόνως την σχετική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού. Μέσω εξειδικευμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και ενάλιων δραστηριοτήτων που συντονίζουν ή συμμετέχουν τα μέλη της ΟΕΑ επιδιώκεται η ασφαλής και υπεύθυνη προσέγγιση στα βυθισμένα τεκμήρια της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.