Ένα ιστιοφόρο δεξαμενόπλοιο

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο παγκόσμιος εμπορικός στόλος αποδεκατίστηκε από τη δράση των αντιμαχόμενων πλευρών.  Ταυτόχρονα, τα κράτη προσπαθούσαν να διατηρήσουν σε λειτουργία την πολεμική τους μηχανή και αναζητούσαν αγωνιωδώς την απαραίτητη καύσιμη ύλη που θα τροφοδοτούσε τις βιομηχανίες τους. Και αυτή πλέον ήταν το πετρέλαιο. Όμως χωρίς τα απαραίτητα δεξαμενόπλοια η μεταφορά του από τις πετρελαιοπαραγωγές περιοχές στις δυτικές χώρες, ήταν αδύνατη. Οι διαθέσιμες ναυπηγικές κλίνες δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες για ναυπηγήσεις νέων πλοίων ώστε να αντικατασταθούν όσα βυθίζονταν. Επόμενο ήταν οι εφοπλιστές της εποχής να καταφύγουν σε έκτακτες λύσεις, όπως η μετασκευή κάθε λογής διαθέσιμου μα περιττού σκάφους, σε ένα χρήσιμο δεξαμενόπλοιο. Για τις μετασκευές αυτές δεν ήταν απαραίτητες οι δυσεύρετες ναυπηγικές κλίνες καθώς αρκούσε μια προβλήτα ή έστω και ένα αγκυροβόλιο με μερικές μπάριζες. Μια κατηγορία πλοίων που είχε περιέλθει σε αχρηστία ήταν τα μεγάλα ιστιοφόρα. Η εποχή του ιστίου είχε οριστικά παρέλθει καθώς τα ατμόπλοια κυριαρχούσαν πλέον στους ωκεανούς. Όμως τα σιδηρά σκαριά τους, φτιαγμένα για να αντέξουν στις κακουχίες των ωκεανών, έγιναν και αυτά στόχος των εφοπλιστών που αναζητούσαν διακαώς δεξαμενόπλοια για να εκμεταλλευτούν τα παχυλά συμβόλαια μεταφοράς πετρελαίου. Έτσι πρώτη η βρετανική Anglo-Saxon (η μετέπειτα Shell) απέκτησε οχτώ τρικάταρτα ιστιοφόρα και τα μετέτρεψε σε πετρελαιοφόρα. Το πρόβλημα της εξεύρεσης εμπορικών πλοίων συνεχίστηκε και τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου με αποτέλεσμα να συνεχιστούν οι ευφάνταστες μετασκευές με «πρώτη ύλη» ακόμη και ξεπερασμένα πολεμικά πλοία. Παλιά καταδρομικά, μονήτωρες και θωρηκτά προ-Ντρέντνωτ που είχαν περιπέσει σε αχρηστία εξαιτίας των τεχνολογικών εξελίξεων, πλέον σαπίζανε παροπλισμένα αναμένοντας τη φλόγα του διαλυτή. Για παράδειγμα, το ιταλικό καταδρομικό ΡΙΕΜΟΝΤΕ ναυπήγησης του 1889 μετατράπηκε το 1920 σε πετρελαιοφόρο με ολική χωρητικότητα 1.718 τόνων για λογαριασμό ιταλικής εταιρίας. Όσα ιστιοφόρα είχαν απομείνει πλέον ανέμεναν το φυσικό τους τέλος καθώς μόνο μια χούφτα νοσταλγοί των παλιών εποχών συνέχιζαν να πιστεύουν στην εμπορική τους χρήση. Τουλάχιστον δυο σιδηρά ιστιοφόρα περιήλθαν κατά το Μεσοπόλεμο σε Έλληνες εφοπλιστές: το ένα ήταν το πρώην COUNTY OF LINLITHGOW και το έτερο ήταν το πρώην INVERESK[1].

Το COUNTY OF LINLITHGOW. (State Library of Victoria)

To COUNTY OF LINLITHGOW ναυπηγήθηκε το 1887 ως τετρακάταρτο ιστιοφόρο στα Barclay, Curle & Co. της Γλασκώβης. Το σκάφος ήταν το τελευταίο από μια σειρά δώδεκα αδελφών πλοίων που ναυπηγήθηκαν για την εταιρία R. & J. Craig της Γλασκώβης. Γεννήτορας της σειράς ήταν το COUNTY OF PEEBLES που όταν ολοκληρώθηκε το 1875 είχε τη διάκριση να είναι το πρώτο παγκοσμίως τετρακάταρτο σιδηρούν ιστιοφόρο. Με καθαρή μεταφορική ικανότητα 1.614 τόνων, ταξίδευε μεταξύ Βρετανίας και των κτήσεων της στις ανατολικές Ινδίες μεταφέροντας jute, ένα ινώδες βλαστό από τον οποίο κατασκευάζονταν σάκοι, σχοινιά κλπ. Η επιτυχία του COUNTY OF PEEBLES οδήγησε στην κατασκευή των έντεκα αδελφών του, τα οποία εντάχθηκαν στον στόλο της επονομαζόμενης «Scottish East India Line». Το COUNTY OF LINLITHGOW είχε διαστάσεις 87,39 × 13,22 μέτρων, ολική χωρητικότητα 2.207 τόνων και καθαρή 2.122 τόνων. Το 1907 πουλήθηκε σε εταιρία βρετανικών συμφερόντων με έδρα το Βαλπαραΐσο της Χιλής και το 1916 αγοράστηκε από την Pacific Freighters Co., οπότε και απέκτησε άλλα δυο ιστία και μετονομάστηκε σε KATHERINE. Τον επόμενο χρόνο περιήλθε στην Cia. General de Tabacos de Filipinas και το 1918 στην Philippine Vegetable Oil Co. Το σκάφος μετατράπηκε τότε σε διπλέλικο πετρελαιοκίνητο δεξαμενόπλοιο, διατηρώντας πέντε από τα ιστία του. Οι δυο μηχανές πετρελαίου J.&C.G. Bolinders απέδιδαν 384 ονομαστικούς ίππους. Πλέον ταξίδευε από τη Μανίλα προς το Σαν Φρανσίσκο μεταφέροντας έλαιο κοκοφοίνικα και επιστρέφοντας στις Φιλιππίνες μετέφερε πετρέλαιο. Από τα δώδεκα σκωτσέζικα αδελφά, τα επτά είχαν ήδη χαθεί σε ναυάγια και μόνο πέντε απέμεναν, εκ των οποίων τα τρία είχαν υποβιβαστεί σε ρόλους πλωτών αποθηκών. Τα δυο εναπομείναντα που συνέχισαν να ταξιδεύουν ήταν το KATHERINE και το άλλοτε COUNTY OF INVERNESS το οποίο μετατράπηκε σε φορτηγό ατμόπλοιο[2].

Το KATHERINE όταν έφερε έξι κατάρτια. (State Library of Victoria)

Το KATHERINE περιήλθε το 1923 στην National Exchange Co. της Μανίλα και το επόμενο έτος στην επίσης φιλιππινέζικη Malaysian Navigation Co. Το 1928 αγοράστηκε αντί £10.250 συνεταιρικά από τρείς κατοίκους Κωνσταντινούπολης, τον Τούρκο υπήκοο Iεσσούα Σολομών Μπεχάρ, και τους Έλληνες Ιωάννη Α. Γαλάνη και Όθων Κ. Δημητριάδη. Το συμβόλαιο αγοράς υπογράφηκε στο Τόνσμπεργκ της Νορβηγίας και ενώ το σκάφος έφερε περουβιανή σημαία. Κατόπιν το δεξαμενόπλοιο ύψωσε την ελληνική σημαία νηολογούμενο το Δεκέμβριο του 1928 στον Πειραιά ως ΚΑΤΕΡΙΝΗ με α/α 620. Σύμφωνα με το Έγγραφο Εθνικότητας που του χορηγήθηκε τότε, καταμετρήθηκε στους 1.196 κόρους καθαρής χωρητικότητας με διαστάσεις 94,71 x 14,35 μέτρα, ενώ καταχωρήθηκε ως ελικοκίνητο δεξαμενόπλοιο μετά βοηθητικής ιστιοφορίας. Το πλοίο συνέχισε τους πλόες του στη Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο αλλά και ακόμη πιο μακριά. Το 1932 το περιοδικό «Ναυτικά Χρονικά» δημοσίευσε φωτογραφία του ΚΑΤΕΡΙΝΗ και ανέφερε σχετικά: «Οι κάτοικοι των κατά μήκος του Σουέζ παρισθμίων πόλεων και σταθμών, συνειθισμένοι να παρακολουθούν την κίνηση μεγάλων ατμόπλοιων και μότορσιπς ησθάνθησαν προ μηνός ποιάντινα έκπληξιν επί τω αντικρύμαστι ενός μεγάλου πενταϊστίου ιστιοφόρου διαπλέοντος την διώρυγα. Ήτο το Ελληνικόν τάνκερ ΚΑΤΕΡΙΝΑ πλοιαρχούμενον από τον κ. Αραβαντινόν κατευθυνόμενον εκ Βατούμ εις Τζιμπουτί με φορτίον 2.391 τόνων πετρελαίου και βενζίνης. Άνω των 12.000 φράγκων επληρώθη δια τα διόδια.» Η αναφορά και η φωτογραφία αποδεικνύουν ότι το σκάφος έφερε ακόμη τότε πέντε κατάρτια καθώς και ότι ακόμη χρησίμευαν τα ιστία στην κίνηση του. Επίσης κάνει εντύπωση ότι παρά το σκάφος νηολογήθηκε ως ΚΑΤΕΡΙΝΗ και έτσι αναγράφεται και στο έγγραφο εθνικότητας του, μονίμως αναφερόταν ως ΚΑΤΕΡΙΝΑ τόσο στον τύπο όσο και σε επίσημα έγγραφα. Τον Μάρτιο του 1933 το πλοίο περιήλθε στην «Ελληνική Ανώνυμος Ναυτική & Εμπορική Εταιρία ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ» με το όνομα της να αποδίδεται στα λατινικά ως Petrolea.

Το ΚΑΤΕΡΙΝΑ το 1932 στο Σουέζ. (Ναυτικά Χρονικά)

Στις 20 Μαΐου 1935 το ΚΑΤΕΡΙΝΑ βρισκόταν στις εγκαταστάσεις της Εταιρίας Πετρελαίων «Σόκομπελ» στον μυχό της Δραπετσώνας, έμφορτο με 3.000 τόνους ακάθαρτου πετρελαίου που είχε μεταφέρει από την Κωστάντζα της Ρουμανίας. Η εκφόρτωση του πετρελαίου προχωρούσε  με χρήση αντλιών του πλοίου, όταν περί τις 22.20’ σημειώθηκε ισχυρή έκρηξη. Εικάζεται ότι εξαιτίας της υψηλής πίεσης υπήρξε διαρροή και μια ποσότητα πετρελαίου εκτινάχθηκε στο παρακείμενο μαγειρείο του σκάφους όπου υπήρχε μια αναμμένη λάμπα αμιάντου με αποτέλεσμα αυτή να εκραγεί και να ξεσπάσει πυρκαγιά. Ακολούθησαν άλλες δυο εκρήξεις με αποτέλεσμα μέλη του πληρώματος να ριχθούν στη θάλασσα για να σωθούν. Ένας από αυτούς ο λιπαντής του πλοίου Χρ. Ποΐδης δεν κατάφερε να βγει στη στεριά και πνίγηκε. Σε λίγα λεπτά μια φωτεινή στήλη υψώθηκε από το σκάφος και φώτισε όλη την περιοχή, ενώ το ΚΑΤΕΡΙΝΑ πλέον φλεγόταν από άκρη σε άκρη. Στο σημείο κατέπλευσαν πυροσβεστικά οχήματα και ναυαγοσωστικά σκάφη και ακολούθησε προσπάθεια περιορισμού της πυρκαγιάς με αποτέλεσμα να κατακλυσθεί το κύτος του ΚΑΤΕΡΙΝΑ με τόνους νερού. Προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση της φωτιάς στις επίγειες εγκαταστάσεις κόπηκαν οι καδένες των αγκυρών και οι κάβοι του ΚΑΤΕΡΙΝΑ και οδηγήθηκε τα ρυμουλκά στα ανοιχτά της Ψυττάλειας. Τότε μόνο εγκαταλείφθηκε από τον τραυματία Πλοίαρχο Γεράσιμο Αραβαντινό και τους αξιωματικούς του. Καθώς υπήρχε ο κίνδυνος το σκάφος να βυθιστεί τελικά προσαράχθηκε εκούσια σε αμμώδη αβαθή του όρμου Κερατσινίου, παρά τη νησίδα Ρουμανία, όπου η φωτιά αφέθηκε να σβήσει μόνη της όταν έπαυσε να βρίσκει καύσιμη ύλη. Ο τύπος της εποχής αναφέρει ότι οι φλόγες κατέκαψαν έναν από τους τρείς ιστούς του σκάφους και επειδή ήταν ετοιμόρροπος καταρρίφθηκε προς αποφυγή ατυχήματος. Αν η μνεία σε τρείς ιστούς είναι σωστή, σημαίνει ότι είχαν αφαιρεθεί δυο ιστοί την περίοδο 1932-35.

Ο Πλοίαρχος, ο τεχνικός διευθυντής των εγκαταστάσεων Κ. Ιωαννίδης και τέσσερα ακόμη άτομα υπέστησαν σοβαρά εγκαύματα, ενώ ο Β’ Πλοίαρχος τραυματίστηκε ελαφρά. Λίγες ημέρες αργότερα ο Κ. Ιωαννίδης κατέληξε.

Το ΚΑΤΕΡΙΝΑ μετά την πυρκαγιά. (εφημερίδα Σφαίρα)

Καθώς το σκάφος ήταν ασφαλισμένο αντί 6.500 λιρών, επισκευάστηκε και τον Απρίλιο 1937 πουλήθηκε αντί 1.500.000 δραχμών στην «Ελληνική Ναυτική & Εμπορική Α.Ε. Τρανσπετρόλ» (διαχείρισης A. Ρωμανού & A. Μπεχάρ). Μετά την επισκευή του σκάφους έγινε ανακαταμέτρηση του και βρέθηκε να έχει ολική χωρητικότητα 2.494 κόρων και διαστάσεις 91,3 x 8,3 μέτρα. Κατά την είσοδο της Ελλάδος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ΚΑΤΕΡΙΝΑ βρισκόταν υπό φόρτωση στην Κωνσταντινούπολη. Αμέσως αναχώρησε και μέσω Μούδρου και Ωρεών κατέπλευσε χωρίς συνοδεία στον Πειραιά. Στις 3 Δεκεμβρίου 1940 επιτάχθηκε για να καλύψει τις έκτακτες ανάγκες του πολέμου, ωστόσο σε σχετικό έγγραφο του Πολεμικού Ναυτικού δεν καταγράφεται συμμετοχή του σε άλλες αποστολές.

Στις 24 Απριλίου 1941 το δεξαμενόπλοιο βρισκόταν αγκυροβολημένο στον όρμο Στενάκι Μεθάνων αναμένοντας διαταγές που καθυστερούσαν εξαιτίας της σύγχυσης που είχε προκληθεί από την κατάρρευση του μετώπου και το κενό διακυβέρνησης. Πλησίον του βρισκόταν το επιβατηγό ΠΟΛΙΚΟΣ που έχοντας μετατραπεί σε πλωτό νοσοκομείο έφερε τη σχετική σήμανση. Τα δυο σκάφη έγιναν αντιληπτά από γερμανικά αεροσκάφη τα οποία τους επετέθησαν με βόμβες και πυροβολισμούς. Το ΠΟΛΙΚΟΣ βυθίστηκε και το ΚΑΤΕΡΙΝΑ παρουσίασε εισροή υδάτων και εγκαταλείφθηκε, αφού πρώτα οι δυο ναύτες που στελέχωναν το αντιαεροπορικό πολυβόλο κατόρθωσαν να το αποσυνδέσουν και να το διασώσουν. Τελικά το ΚΑΤΕΡΙΝΑ βυθίστηκε σε βάθος 36 μέτρων χωρίς να υπάρξουν ανθρώπινες απώλειες.

Μετά την απελευθέρωση της χώρας συστάθηκε ο Οργανισμός Ανελκύσεων Ναυαγίων με σκοπό την εκκαθάριση των λιμένων και των ακτών από τα εκατοντάδες ναυάγια. Ο Ο.Α.Ν. πραγματοποίησε αυτοψία στο ναυάγιο του ΚΑΤΕΡΙΝΑ και κατέγραψε ότι αναπαυόταν επί της αριστερής του πλευράς και ότι επί της δεξιάς πλευράς έφερε 32 ρήγματα διαμέτρου μέχρι 80 εκ. που είχαν προκληθεί είτε από θραύσματα βομβών είτε από τον πολυβολισμό του σκάφους. Τα εξαρτήματα του καταστρώματος ήταν σε καλή κατάσταση και έφερε λέβητα πλώρα που χρησίμευε για τη χρήση του βαρούλκου των αγκυρών. Η ανέλκυση κρίθηκε λίαν δύσκολος λόγω βάθους και δημοπρατήθηκε το Φεβρουάριο του 1949 με τιμή α’ προσφοράς 56.250.000 δρχ. Ακολούθησαν επαναληπτικοί διαγωνισμοί με τον τελευταίο να καταγράφεται το Νοέμβριο του 1951. Οι επίδοξοι ανελκυστές που ανέλαβαν το έργο, προφανώς έκριναν ότι η ανέλκυση ολόκληρου του σκάφους δεν συνέφερε οικονομικά ή δεν ήταν εφικτή με τα μέσα που διέθεταν, έτσι συγκέντρωσαν την προσοχή τους στην αφαίρεση των πιο πολύτιμων τμημάτων του ναυαγίου. Για το σκοπό αυτό προέβησαν στην σταδιακή ανατίναξη του ναυαγίου με χρήση δυναμίτιδας και κατόπιν ανέλκυαν τα τμήματα που αποκαρφώνονταν. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι σήμερα να απομένουν στο βυθό μόνο υπολείμματα από το ναυάγιο.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο πρόγονος του ΚΑΤΕΡΙΝΑ, το COUNTY OF PEEBLES εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα. Το 1898 αγοράστηκε από το Πολεμικό Ναυτικό της Χιλής και χρησίμευσε ως γαιανθρακαποθήκη στο Πούντα Αρένας στα Στενά του Μαγγελάνου. Αργότερα, τη δεκαετία του εξήντα, προσαράχθηκε εκεί μαζί με άλλα δυο παλαιά σκάφη προκειμένου να σχηματίσουν έναν κυματοθραύστη. Σε αυτή τη θέση παραμένει και σήμερα, θυμίζοντας μας την εποχή των μεγάλων ιστιοφόρων που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.

 

[1] To INVERESK είχε ναυπηγηθεί το 1891 στη Σκωτία ως τρικάταρτο ιστιοφόρο για Βρετανούς ιδιοκτήτες. Το 1919 μετατράπηκε σε φορτηγό ατμόπλοιο 1.537 κ.ο.χ. Αγοράστηκε το 1931 από τους Γ. Κοτζιά & Σία και μετονομάστηκε ΆΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ. Στις 19.10.1931 προσάραξε στην Ustica της Ιταλίας και εξαιτίας των ζημιών που υπέστη πουλήθηκε για διάλυση.

[2] To COUNTY OF INVERNESS μετατράπηκε το 1920 στο υπό γαλλική σημαία φορτηγό ατμόπλοιο CARMEN. Το 1925 πουλήθηκε σε Εσθονούς ως NEMRAC και το 1940 σε Ιταλούς ως AMICIZIA. Βυθίστηκε στις 10.4.45 στο Αμβούργο στη διάρκεια συμμαχικού βομβαρδισμού και ανελκύστηκε το 1947 για να διαλυθεί ως σκραπ.


Ενδεικτικές πηγές:

Θωκταρίδης Κώστας – Μπιλάλης Άρης, Ανελκύοντας την Ιστορία – η εποποιία της ανέλκυσης ναυαγίων στην μεταπολεμική Ελλάδα, Εκδ.Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2017

Ντούνης Χρήστος, Τα ναυάγια στις Ελληνικές Θάλασσες 1900-1950, Finatec, Αθήνα, 2000.Cumming Bill,

Ναυτικά Χρονικά, 1932

Εφημερίδα Σφαίρα Πειραιώς, 21, 22.5.1935

Αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού

Νηολόγιο Πειραιώς

Author: Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων

Η Ομάδα Εναλίων Αποτυπώσεων (ΟΕΑ) του Εργαστηρίου Τοπογραφίας, στο Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών, συνεργάζεται με τα μέλη της καταδυτικής κοινότητας για την αναζήτηση, την τεκμηρίωση, την μελέτη και την ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων του θαλασσίου περιβάλλοντος, αναλαμβάνοντας συγχρόνως την σχετική ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού. Μέσω εξειδικευμένων προγραμμάτων εκπαίδευσης και ενάλιων δραστηριοτήτων που συντονίζουν ή συμμετέχουν τα μέλη της ΟΕΑ επιδιώκεται η ασφαλής και υπεύθυνη προσέγγιση στα βυθισμένα τεκμήρια της φυσικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.